United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γυφτοπούλα, τι κάμνεις; — Καλά, εψέλλισεν η Αϊμά ενοχληθείσα, και επέσπευσεν όπως ανασύρη το ταχύτερον δύο ή τρία ιβάνια ύδατος και απογεμίση την λάγηνον. — Και πώς δεν σε βλέπομεν, γυφτοπούλα; — Μη την πειράζης, είπεν άλλη, δεν έχει την όρεξίν σου, — Και δεν μας λες, γυφτοπούλα, πώς περνάς τον καιρόν σου; — Και πού κρύβεσαι και δεν σε βλέπομεν συχνά;

Σήμερα το πρωί επέρασ' απ' εδώ ένας άνθρωπος κουτσός. — Ποίος; — Ένας γνώριμος του ανδρός μου. Και μας είπεν ότι χθες βράδυ έγεινεν άφαντη από το μοναστήρι των καλογραιών μία νέα γυφτοπούλα. — Αι, και τι μ' αυτό; — Λοιπόν αυτός ο γέρος εκεί είνε γύφτος, μου φαίνεται. Και η νέα ειμπορεί να είνε εκείνη η γυφτοπούλα, όπου έφυγεν από το μοναστήρι. — Αι, και τι μας μέλει;

Είμαι ογδώντα τριών χρόνων, είπε, και ψέμμα ακόμα ως τώρα δεν εβγήκεν από τα χείλη μου. Σας λέγω ότι αυτά είνε τα ρούχα. — Και πώς τα ξεύρεις ότι είνε αυτά; ηρώτησεν ο ξένοςΤα είδα απλωμένα. — Και το πανέρι πού ευρέθη; Είνε και αυτό της κυράς; — Δεν ξεύρω διά το πανέρι, ειμπορεί να είχεν αυτή, η Γυφτοπούλα, πανέρι με ρούχα δικά της.

Και κάμνουν και μαγείας. — Το κάμνετε και αυτό, γυφτοπούλα; — Αυτό το πιστεύω. — Τίποτε δεν αφήνουν. — Όλα τα διαβολικά εις ενέργειαν τα έχουν. — Τι ασυνείδητοι! — Και άλλα χειρότερα ακόμα. — Είνε και άλλα χειρότερα; — Βέβαια. — Σαν τι; — Αυτοί παίρνονται αναμεταξύ τους, αδελφός με αδελφή, πατέρας με κόρη. — Τι λέγεις! — Δεν το πιστεύεις; — Ερώτησε την Γυφτοπούλαν. — Γυφτοπούλα, είνε αληθές;

Διότι, αυστηρώς αν κρίνωμεν τα πράγματα, η Αϊμά ουδέν το γελοίον είχεν. Αλλ' αι καλαί γειτόνισσαι εγέλων, μόνον διότι ήτο γυφτοπούλα. Διά του ονόματος τούτου εξεδικούντο δι' ό,τι φοβερόν υπέστησάν ποτε εκ του άλλου τύπου, &γύφτισσα&. Διότι η Αϊμά, παρά πάσαν την σοβαρότητά της, εφαίνετο φαιδρά, ένεκα της νεότητος αυτής.

Γυφτοπούλα, είπεν, είνε αληθές ότι κάμνεις τον έρωτα με τον αδελφόν σου; Η Αϊμά δεν ησθάνθη πλειοτέραν αγανάκτησιν προς το άκουσμα της διαβολής ταύτης. Έλεγε καθ' εαυτήν ότι είνε ψεύδος, και δεν την έμελεν. Ουδ' ενόει ευκρινώς ποίαν έννοιαν είχον οι λόγοι ούτοι, και αν είχον δ' έννοιάν τινα, πάλιν ώφειλε να είνε ψευδής αύτη. Είχε φορτωθή την στάμναν και απεμακρύνθη.

Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα. Απ' έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ' απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς.

— Ο φίλος μου, είπε σιγανή τη φωνή ο Σκούντας, ο φίλος μας ο Τρανταχτής έχει συμφέρον εις μίαν υπόθεσιν. — Τι υπόθεσιν; ηρώτησεν η Βεάτη αισθανομένη άφατον ευδαιμονίαν, διότι εύρε νέαν φορβήν διά την ακόρεστον αυτής περιέργειαν. — Δεν ήλθεν εδώ κάποιος; είπεν ο Σκούντας. — Ποιος κάποιος; — Μία νέα... μία Γυφτοπούλα... — Α! έκαμεν η Βεάτη, μεθ' ηδονικής εκπλήξεως.

Δεν βλέπεις τα ρούχα; Η γυνή ουδ' έλαβε τον κόπον να παρατηρήση μετά προσοχής τα ενδύματα, αν ήσαν τα εδικά της. Και αν υπήρχεν ομοιότης ή διαφορά, δεν ήτο ικανή, παραφερομένη υπό του θυμού, να εξακριβώση τούτο. Τέλος τα φαινόμενα έπειθαν αυτήν να επαναλαμβάνη·Μπράβο, κυρά γυφτοπούλα, είσαι και τέτοια; Ποιος το πίστευε; — Όχι, έλεγεν η Αϊμά, όχι. Αυτά τα ρούχα είνε εδικά μου.

Όχι. — Αλήθεια; — Να χαρώ τα μάτια μου. — Και πώς σου ήλθεν αυτό; — Να σου ειπώ, δεν είνε τόσον άσχημη. — Είνε πολύ μαύρη. — Σου φαίνεται; — Βέβαια. — Θα είνε άνιφτη, πιστεύω. — Να νίπτωνται λέγεις ποτέ, αυταίς η Τσιγγάναις; — Ποιος ξεύρει; — Αλλά, ως γυφτοπούλα, δεν φαίνεται και πολύ μαύρη. — Όχι. — Και ίσως, αν εσυνείθιζε να νίπτεται...