United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερα το πρωί επέρασ' απ' εδώ ένας άνθρωπος κουτσός. — Ποίος; — Ένας γνώριμος του ανδρός μου. Και μας είπεν ότι χθες βράδυ έγεινεν άφαντη από το μοναστήρι των καλογραιών μία νέα γυφτοπούλα. — Αι, και τι μ' αυτό; — Λοιπόν αυτός ο γέρος εκεί είνε γύφτος, μου φαίνεται. Και η νέα ειμπορεί να είνε εκείνη η γυφτοπούλα, όπου έφυγεν από το μοναστήρι. — Αι, και τι μας μέλει;

ΜΑΚΒΕΘ Πού είσαι; Έλα, Σεύτων! — Σιχαίνομαι να βλέπω ... Αι, Σεύτων! — Αυτ' η σπρωξιά ή θα με στερεώση, ή θα με ρίξη κατά γης. — Επέρασ' η νεότης· εγύρισετο μάραμα ο δρόμος της ζωής μου· το φύλλον εκιτρίνισε· κι' απ' όλα όσα πρέπει να έχουν τα γηράματα, — τιμήν, αγάπην, σέβας, σωρόν τους φίλους, — τίποτε δεν έχω να προσμένω·κατάραις μόνον σιγαναίς, αλλά θερμαίς θα έχω, κι' αγάπην μόνον ψεύτικην από τα χείλη, — λόγια, που η καρδιά να τ' αρνηθή θα ήθελ' η καϋμένη πλην δεν τολμά. — Αι, Σεύτων!

Ότε, περί το τέλος του δράματος, μανθάνει την προσέγγισιν του εχθρικού στρατού και την εν αυτώ παρουσίαν ενός των υιών του Δώγκαν, εννοεί ότι επέρχεται η ώρα του απολογισμού: Επέρασ' η νεότης· εγύρισετο μάραμα ο δρόμος της ζωής μου κτλ. Μετά τον φόνον του Δώγκαν ο Μάκβεθ αναγορεύεται βασιλεύς, αλλά δεν θεωρεί εαυτόν ασφαλή, ενόσω ο Βάγκος ζη.

Ήτον καιρός οπού κ' εγώ 'φορούσα προσωπίδα, και ήξευρα εις το αυτί μιας νέας να λαλήσω και να ειπώ σιγά σιγά εκείνα που αρέσουν αλλά επέρασ' ο καιρός, επέρασε και 'πάγει. — Καλώς ωρίσατ' άρχοντες. — Αι μουσικοί, λαλείτε! Ολίγον τόπον κάμετε! — Κορίτσια, σηκωθήτε!

το μέτωπό του το πλατύ που το φωτίζ' ο ήλιος Επέρασ' ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα... Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδατα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύει Σαν νάχε πιή την αλοή... — Αχ! Μήτζε Κοντογιάννη, 'Σ τον άδη που θα καταιβώ, αν μ' εύρη ο γέροντάς σου Και με ρωτήση, τι θα 'πώ;... Πως μ' έν' αρματωλίκι.. Είπε και στέναξε βαρειά.