United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της. — Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ.

Έχω σκοπόν να καταιβώ ‘ς την κλίνην του θανάτου, διότι και το πρόσωπον της γυναικός μου θέλω να το ιδώ, κι' απ' το νεκρόν το χέρι της να πάρω το δακτυλίδι που φορεί· πολύτιμόν μου είναι και έχω λόγον ακριβόν που θέλω να το έχω. Πλην αν γυρίσης και βαλθής να με παραμονεύσης, μα τον Θεόν, τα μέλη σου κομμάτια θα τα κάμω, να τα σκορπίσω εις αυτούς τους πεινασμένους τάφους!

Μώρχονταν να ξεκαβαλλικέψω, και καταιβαίνοντας ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ό τι έβλεπα κι' εύρισκα μπροστά μου: χώμα, πέτρες, χαμόκλαδα, δέντρα ..... αλλ' ο πόθος μου να φτάσω όσο το δυνατό γληγορώτερα στη ράχη, που είταν μπροστά μου, και μ' εμπόδιζε να ιδώ το Χωριό μου, το σπίτι μου, δε μ' άφινε, να καταιβώ και να εκτελέσω τούτον τον άγιο σκοπό.

Ήκουσε τον γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και, σύρας προς το στήθος του το σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον του. — Τι έπαθες, παππά μου; Τι στέκεις; — θα καταίβω ν' αναίβης συ, και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν. — Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατής εσύ! — Είσαι κουρασμένος, γέρο μου. — Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κ' έννοια σου!

Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεάτον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζετην μαλακή της κλίνη· και αφούτους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρατου οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφούτο σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβήτον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80τον νου θωρώντας καταιβώτον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακάτην λησμονιά βυθίζει. αλλάεμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιάτο πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90