Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεάτον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζετην μαλακή της κλίνη· και αφούτους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρατου οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφούτο σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβήτον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80τον νου θωρώντας καταιβώτον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακάτην λησμονιά βυθίζει. αλλάεμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιάτο πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90

Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345 την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· «Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350 συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, κ' εμέτα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. ενώ να φθάσω εσπούδαζατην ποθητήν πατρίδα. τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, τα κτήματ', όσα μώμειναντο σπίτι θα προσέχης· 355 και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. αλλ' εγώτον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνωτον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360 και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώτα μέγαρά μου· όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365 Είπε και, τ' άρματα λαμπράτους ώμους του αφού 'ζώσθη, ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370 ενώ το φως ήταντην γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.

Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· «Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε, συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου, και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι».

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν