United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· αλλ' έχασετα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, ότιαυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· κείνοιτον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκετου πλοίου την καρίνα, τα κύματ' έβγαλαντην γη των θεογενών Φαιάκων, οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαντην πατρίδα. και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνηπολλά μέρη της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζετο σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου 'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, 'που κείνον θα οδηγήσουσιτην ποθητήν πατρίδα. 290 αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, 'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· θησαυρούς τόσους είχε αυτόςτα σπίτια του κυρίου. 295 καιτην Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».

Ο Αγαμέμνων μ' έστειλεν, ο βασιλεύς, ω Χρύση, Να φέρω και την κόρην σου, να κάμω κ' εκατόμβην Τον Φοίβον για τους Δαναούς· ώστε τον βασιλέα Να τον εξιλεώσωμεν, οπού εις τους Αργείους Έστειλε πολυστέναχτα παθήματ' αυτός τώρα. Έτσ' είπε, καιτα χέρια του την έθεσε· κ' εκείνος, Χαρούμενος, εδέχθηκε την ποθητήν του κόρην.

Την ποθητήν ταύτην ανατολήν του Ελληνικού αστέρος ας ευχώμεθα πάντες από καρδίας, παιδία μου, οσάκις αυγήν και εσπέραν προς ανατολάς εστραμμένοι απευθύνωμεν προς τον ελεήμονα Θεόν τας παρακλήσεις ημών. Εκ των χριστιανικών αρετών μία είναι και η ελπίς · ως χριστιανοί λοιπόν ας ελπίζωμεν την ανατολήν ταύτην.

Κ' εγώ, ένας αχρείος, λασποζυμωμένος, χάσκω τριγύρ' ως ο μωρός ονειροκόπος, αναίσθητοςτο δίκαιόν μου, και ουδέ λέξιν να βγάλω είμαι ικανός δι' έναν βασιλέα, οπού 'ς ό,τι και αν είχε καιτην ποθητήν του ζωήν επράχθη επικατάρατη ληστεία.

Έτρεξεν ευθύς και του έπεσεν εις τα γόνατα· ακριβό μου βασιλόπουλο, εφώναξεν είναι δυνατόν να σε εύρω εδώ; Ω αγαπημένε μου φίλε, του απεκρίθη αυτό σηκώνοντάς τον, είσαι συ ο Σειρμώγ που παρασταίνεσαι εις τους οφθαλμούς μου; Ναι, ω αυθέντα, του είπεν ο Σειρμώγ, εγώ είμαι ο ίδιος· και δι' άκραν σου αγαλλίασιν, ιδού που σου προσφέρω και την ποθητήν σου βασιλοπούλα της Κασμυρίας.

Ο καπετάν-Γιακουμής τον συνώδευε με την εξάχορδον κινύραν του, ένα λαξευτόν χρυσοκέντητον τσιβούρι, έργον των χειρών του οπού είχε κατασκευάσει εν ταις ώραις της απλοίας και νηνεμίας· ή και κατά τας μακράς του χειμώνος νύκτας, εφ' ου, είχε, μετ' επιμονής καλλιτέχνου, λαξεύσει ολόκληρον την αγοράν της πατρίδος του, με της βαρκούλαις στο ακρογιάλι, κ' ένα σπιτάκι, ψηλά-ψηλά, εις τον βράχον, την ποθητήν της αγάπης του κατοικίαν, της Μαριγούλας του.

τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 φαδροί φαιδρόν τον έστειλαντην ποθητήν Ιθάκη.

Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησατην μέση εκείνων κ' είπα• «θαρρείτε ότιτα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα, θα πάμε• αλλ' άλλο διώρισεεμάς ταξείδ' η Κίρκη, 'ς τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». 565

Μη εύχεσαι ν' ακούσης εις την κατοικίαν σου την ποθητήν φωνήν του ομιλούντος υιού σου· συμφερότερον σε είναι να μένη άλαλος, διότι θα ομιλήση πρώτην φοράν εις ημέραν δυστυχή

Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμετην πατρίδα. άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• 'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• «Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο μ' αδειανά χέρια γέρνουμετην ποθητήν πατρίδα. και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45