United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έν τετράγωνον μεταξωτόν πολύχρωμον καλύπτων τους ώμους της, εκρατείτο εις την οσφύν από χρυσοκέντητον ζώνην. Αι μαύραι περικνημίδες της ήσαν ποικιλμέναι με φύλλα μανδραγόρα, και με ράθυμον βήμα εκροτάλλιζε τα μικρά της σανδάλια, τα στολισμένα με πτερά κολιβρίου. Εις το ύψος της εξέδρας αφήρεσε τον πέπλον της. Ήτο όπως άλλοτε η Ηρωδιάς εις την νεότητά της. Έπειτα ήρχισε να χορεύη.

Μετέβη λοιπόν εις τους Δελφούς λαμπροστολισμένος, φορών εκτός άλλων κοσμημάτων χρυσοκέντητον ένδυμα και στέφανον εκ δάφνης χρυσής ωραιότατον, όστις αντί καρπού είχε σμαράγδους ισομεγέθεις με τον καρπόν της δάφνης.

Ο Βιτέλλιος εκράτει το χρυσοκέντητον λωρίον του ξίφους του το οποίον κατέβαινεν εις διαγώνιον γραμμήν επί της μαλλίνης τηβέννου του. Ο Αΰλος είχε δεμένας εις τους ώμους του τας περιχειρίδας του εκ μεταξωτού κυανού με αργυράς σειράς. Οι πλόκαμοι της κόμης του εσχημάτιζαν κύματα, έν περιδέραιον εκ σαπφείρου έλαμπεν επάνω εις το στήθος του, το παχύ και λευκόν ως γυναικός.

Μόλις προ ενός έτους είχε στεφανωθή· την νυμφικήν της ωραίαν χρυσοκέντητον εσθήτα δεν εφόρεσεν από των ημερών του γάμου της, όστις ετελέσθη μετά πολλής χαράς και χορών. Ότε ήτο παρθένος, διήρχετο βασανισμένην ζωήν, υφαίνουσα, πλέκουσα και ράπτουσα επί μισθώ· ήτο ορφανή, μίαν γραίαν μόνον μητέρα έχουσα.

Βάστα, Μαριγούλα, εχαιρέτισεν ο ναύκληρος, παραθαρρύνων τον καπετάν-Γιακουμήν, υπό τας μουσικάς χείρας του οποίου εγλυκοστέναζε το χρυσοστόλιστο τσιβούρι, μαλακά ερειδόμενον επάνω εις το στήθος του, τορευτόν, χρυσοκέντητον.

Η καπετάνισσα, ωραία μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα, ως νέα ακόμη, διά την περίστασιν πλήρη την νυμφικήν στολήν της, με το λευκόν αναφές και αιθερόπλαστον αλέμι, την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και κλώνας, το βελούδινον βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, την βυσσινόχρουν ολομέταξον και χρυσοκέντητον τραχηλιάν, την ζώνην με τ' αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσον ποδογύρι, τρεις σπιθαμαίς πλατύ, κρατούσα μέγαν επάργυρον δίσκον διά της αριστεράς, περιήλθεν ολόγυρα το πλοίον και έρρανε διά της δεξιάς, με κοφέτα και με ορύζιον, την πρώραν, την πρύμνην, την τρόπιν και τας πλευράς του σκάφους.

Αλλά το πλοίον προσβληθέν υπό Τουρκικών, εναυάγησε και τα πλείστα των κειμηλίων απωλέσθησαν. Διεσώθη μόνον το λείψανον του Αγίου, διατηρούμενον εις την Παναγίαν των Σελιών, είς χρυσούς σταυρός σωζόμενος εν Μυκώνω και φέρων την επιγραφήν «Αρκάδιον», έν πετραχήλιον χρυσοκέντητον εν Τήνω και άλλα αλλαχού. Εκ των ναυαγών δε ο ηγούμενος αιχμαλωτισθείς υπό των Τούρκων, απηγχονίοθη εν Ρεθύμνω.

Και όταν ξεπέφτουν, ομοιάζουν με τους τραγικούς ηθοποιούς, τους όποιους βλέπομεν άλλοτε μεν ως Κέκροπας, Σισσύφους ή Τηλέφους στολισμένους με διαδήματα και ξίφη ελεφαντοκόσμητα και μανδύαν χρυσοκέντητον και μαλλιά μακρυά που κυματίζουν• αν δε συμβήκαι συμβαίνει πολλάκιςνα σκοντάψη κανείς από αυτούς και να πέση εις το μέσον της σκηνής, αρχίζουν και γελούν οι θεαταί, διότι το προσωπείον του μαζή με το διάδημα σπάζει και η αληθινή κεφαλή του ηθοποιού ματώνει, συγχρόνως δε τα σκέλη του παρουσιάζονται γυμνά και φαίνονται μέσα από το βασιλικόν ενδύμα τα πραγματικά του φορέματα, τα οποία είνε κουρέλια ελεεινά, φαίνονται δε και τα θεατρικά υποδήματα, τα οποία είνε τόσον άσχημα και τόσον δυσανάλογα προς το πόδι.

Τω όντι η Μάρω εκ της βίας είχε λησμονήσει εις τον πύργον το κεντητόν σεγούνι της και ήτο μόνον με την μακράν υποκαμίσαν της, μεταξωτήν και χρυσοκέντητον εις τα άκρα και περί τον τράχηλον, οπόθεν προέκυπτεν ως αφρός γάλακτος από καρδάρας, ο χαριτωμένος κόλπος της. — Μα συ, πώς κάνεις εσύ; είπεν ο Γιάννος εν απορία. — Εγώ; δεν κρυόνω· δεν βλέπεις; φωτιές πετάνε τα χέρια μου.

Η δε Κλεοπάτρα ήτο υπερτέρα πάσης περιγραφής. Καθημένη υπό χρυσοκέντητον σκιάδα, υπερέβαινε κατά την καλλονήν και αυτήν την Αφροδίτην, εις την οποίαν η φαντασία ενεφύσησε κάλλος και του φυσικού ανώτερον.