United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβγαλε τον πορφυρό μαντύα, έβγαλε το πλούσιο σάλι, και τάδωσε κι' αυτά. Έδωσε ακόμη το μπούστο της, και το φόρεμά της, και τα ποδήματά της τα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Κράτησε μοναχά επάνω της μια τουνίκα χωρίς μανίκια, και με τα μπράτσα και τα πόδια γυμνά, προχώρησε μπροστά στους Βασιληάδες. Γύρω οι βαρώνοι την κύτταζαν σιωπηλοί, κ' έκλαιγαν. Κοντά στα λείψανα των αγίων έκαιγε φωτιά.

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Είχε δε την γελοίαν μανίαν να αγοράζη τα ωραιότερα υποδήματα και να τα φορή πάντοτε καινουργή και ήτο η μεγαλειτέρα του φροντίς να έχη στολισμένα με ωραιότατα υποδήματα τα ξύλα, τα δήθεν πόδια.

Μία πεταλούδα όμως επέταξε πολύ κοντά εμπρός της, τα πτερά της ήσαν στολισμένα με πολλά χρώματα και έλαμπεν όλη, σαν να ήτο κεντημένη με πετράδια. Επετούσεν ελεύθερα από άνθος εις άνθος. — Τι ευτυχής είνε αυτή· ημπορεί και πηγαίνει, όπου θέλει, και εγώ κάθομε εδώ ριζωμένη, δεμένη σ' αυτήν την γωνιά, τι κρίμα που δεν εζήτησα να γίνω πεταλούδα.

Γύρο ανοίγματα σκεπασμένα με καταπετάσματα της εποχής, μονόχρωμα, στολισμένα με μεγάλα τετράγωνα που έχουν χρώμα διαφορετικό. Στους τοίχους μωσαϊκά με πουλιά και καρπούς. Ο Καίσαρ Μαξιμιανός Γαλέριος, στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, φαίνεται κουρασμένος. Οι Κουβικουλάριοι, όλοι έφηβοι, στεφανωμένοι με κισσό και ντυμένοι λευκά μακρόσυρτα ιμάτια, πηγαινοέρχονται βιαστικά.

Εις άλλο καλάθι έβαλε τα σταφύλια της κληματαριάς, στολισμένο και αυτό με άνθη· επήρε μαζί της και τα ολίγα αυγά, τα οποία εσύναζεν από τας όρνιθας του παππού. Εις την αγοράν, όταν είδαν το εύμορφο και καθαρό κοριτσάκι να φθάση, όλοι έτρεξαν ποίος να πρωτοαγοράση όσα έφερνε· μόνον διά τα δύο στολισμένα της καλάθια της έδωσαν δέκα δραχμάς!

Ο Βασιλιάς πήρε τα γάντιά του τα στολισμένα με γουναρικό. «Αυτή, σκέφτηκε μου τάφερε άλλοτε από την Ιρλανδία!. ..» Τάβαλε στα κλαδιά για να κλείση την χαραματιά από την οποία έμπαινε ο ήλιος. Έπειτα απαλά-απαλά τράβηξε το δαχτυλίδι με τα σμαράγδια που είχε δώσει στη Βασίλισσα: με πόση δυσκολία μπήκε τότε το δαχτυλίδι!

Την επήγεν εις κάποιαν πανήγυριν, κάτω εις την Αγίαν Τριάδα, αλλ' εκεί, ιδούσα τα μικρά παιδάκια, στολισμένα ως κουκλίτσαις, ενεθυμήθη τους δύο εγγονούς της, η γραία, τους δύο φαγάδες και χονδρομπαλάδες, και ήρχισε να κλαίη απαραμύθητος.

Τα δε βασιλικά παλάτια από την αρχήν αμέσως τα έκτισαν εις τους ιδίους τόπους, όπου εκατοίκησεν ο θεός και οι πρόγονοί των· τα εκατοικούσε δε ο ένας βασιλεύς διαδεχόμενος άλλον και, εν ώ ήσαν στολισμένα, τα εστόλιζε και αυτός και επροσπαθούσε να περάση όσον ηδύνατο πάντοτε τον προηγούμενον, εις τρόπον ώστε έκαμαν τα παλάτια να τα θαυμάζη κανείς, όταν τα έβλεπε, διά το μεγαλείον και την ωραιότητα των έργων, τα οποία είχον.

Η Ακτή εδείκνυεν εις την Λίγειαν τας πλατυγύρους τηβέννους των συγκλητικών, τους χρωματιστούς χιτώνας των, τα σανδάλιά των τα στολισμένα με ημισελήνους, της εδείκνυε τους ιππότας, τους περιφήμους καλλιτέχνας και τας γυναίκας, τας ενδεδυμένας κατά τον ρωμαϊκόν ή τον ελληνικόν συρμόν ή φερούσας φανταστικά στολίδια της ανατολής, με κομώσεις αίτινες ωμοίαζον προς οφιοειδείς κόμβους, προς πυραμίδας, ή απλώς κατά μίμησιν των κομώσεων των αγαλμάτων των θεαινών χαμηλών εις το μέτωπον και ανασηκωμένων όπισθεν δι' ανθέων.