United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβγαλε τον πορφυρό μαντύα, έβγαλε το πλούσιο σάλι, και τάδωσε κι' αυτά. Έδωσε ακόμη το μπούστο της, και το φόρεμά της, και τα ποδήματά της τα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Κράτησε μοναχά επάνω της μια τουνίκα χωρίς μανίκια, και με τα μπράτσα και τα πόδια γυμνά, προχώρησε μπροστά στους Βασιληάδες. Γύρω οι βαρώνοι την κύτταζαν σιωπηλοί, κ' έκλαιγαν. Κοντά στα λείψανα των αγίων έκαιγε φωτιά.

Πέφτουν όλοι στη θάλασσα, μα όχι με την ίδια ελπίδα γλυτωμού. Οι κουρσάροι είχανε κρεμασμένα στο πλάι τους τα σπαθιά κ' εφορούσαν τα λεπιδωτά μισοθωράκια κ' είχανε δέσει τα ποδήματά τους ως στη μέση της άντζας, ενώ ο Δάφνης ήτανε ξυπόλυτος, επειδή έβοσκε στον κάμπο, κι αλαφροντυμένος γιατί έκανε ακόμη ζέστη.

Κ' οι άμετροι αξιωματικοί της Αυλής, καθώς κ' οι άλλοι αρχόντοι, εξόν από μεγαλόηχους τίτλους σήκωναν κι αρίφνητο βιος· ολόσκεποι μάλαμα και μετάξι από την κορφή ως τα νύχια, αφού δα και τα ποδήματά τους είτανε χρυσοξόμπλιαστα. Τίποτες δεν το είχε τότες πλούσιος να ορίζη δέκα κ' είκοσι σπίτια, και λουτρά άλλα τόσα. Σπίτια τα είπαμε, κι ως τόσο είταν παλάτια.

Δίπλα η φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα ίριδος στα μαλαμοκαπνισμένα τ' άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα μεταξωτά βρακιά, τ' άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του.

Να, εκεί είνε το κτήμα του, υπέδειξεν ο ποιμήν, και έδειξε τον ελαιώνα του Μπάρμπα-Σταύρου. Μάλιστα, έκαμε και λάθος. Νά, έχασε τον δρόμο· από 'κεί έπρεπε να κάμη. Χωρίς άλλο αυτά είνε τα πατήματά τ', γνωρίζω εγώ τα ποδήματα του Κολλήγα. Έλεγεν ο Κομποδήμος και εσχεδίαζεν εις το συγκεχυμένον εκείνο χιονισμένον πεδίον. — Για φωνάξ' τε μια, βρε παιδιά! Και οι έξ τότε έβαλον κραυγήν φοβεράν.

Από τ' αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφινε να λάμπητα στήθια του χρυσή η αλυσσίδα του βασιλικού παρασήμου του κ' ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, οπού φαίνονταν σαν να τον φύλαετον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια. Με τον κυματισμό του δουλαμά πρόβαλαντο φως και τα μεγάλα κίτρινα ποδήματά του.

Κι' αλήθεια τα ποδήματά του ήτανε ξεσχισμένα και γεμάτα σκόνη και τα ρούχα του σπαραγμένα απ' ταγκάθια του δρόμου.

Μα άφησε που μήτε τα ονειρεύουνταν πια οι δικοί μας τέτοια κινήματα, είναι ζήτημα κι αν τους σύφερνε ναφήσουν τη Σκύλλα και να πέσουνε μέσα στη Χάρυβδη. Νίκησε λοιπό με τον καιρό η επιμονή του ακαταδάμαστου Σύλλα. Γύρισε τότες ο Ρωμαίος όλη του την προσοχή στην Αθήνα. Τους αφάνιζε η πείνα τους δύστυχους Αθηναίους. Ποδήματα κι άδεια τουλούμια έβραζαν κ' έτρωγαν, λέει ο Πλούταρχος.

Είναι αλήθεια πως τις πιώτερες τις φορές ιστορούμε την αμαρτία με τις ασκημιές της, την τιμωρία με τις τρομάρες της. Μικρό πράμα δεν είναι, να στέκεσαι απάνω στον άμπωνα και να φοβερίζης τον κόσμο. Καθώς σου είπα όμως, μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Μα φίλε μου, είναι Παράδεισος που πρέπει τα ποδήματά σου να βγάλης και να μπης, και να είσαι και καλά καλά βασανισμένος στον κάτω τον κόσμο.

Στο λιμάνι χοροπηδούσαν οι βάρκες η μια κοντά στην άλλη κι απάνω στους βράχους ξηραινόντανε στον ήλιο σωροί ψάρια. Έξω σ' ένα ακρωτήρι του νησιού στεκόντανε μαζεμένοι μερικοί άντρες με πισσωμένα φορέματα, με ναυτικά κασκέτα και ψηλά ποδήματα και ταχτοποιούσαν αργά και προσεχτικά ένα σωρό μεγάλα ψάρια, που πρώτη φορά τα έβλεπα.