United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιπποκόμοι και βαρκάρηδες άδραξαν τα κουπιά και τα καμάκια, κυνηγώντας το φτωχό άνθρωπο. «Αφήστε τον, είπε η Βασίλισσα, δίχως άλλο έχει εξαντληθή από μακρυνές περιοδείες σε άγιους τόπους». Και βγάζοντας μια χρυσή αλυσσίδα, την πέταξε στον προσκυνητή.

Εξ άλλου μέρους ωδηγούντο εις το Δικαστήριον δεμένοι με αλυσσίδα μακράν κατά σειράν πολυάριθμοι, περί των οποίων ελέγετο ότι είνε μοιχοί, πορνοβοσκοί, άρπαγες, κόλακες και συκοφάνται και όλον το πλήθος εκείνων οίτινες φέρουν αναστατώσεις εις την ζωήν των ανθρώπων.

Με σύγχισες πάλι. Και είναι αργά. Εκεί παρατηρεί ένα δακτυλίδι, κρεμασμένο εις την αλυσσίδα σαν μπρελόκ. Κ ώ σ τ α ς. Έστω! δες το, μάθε το, αφού έτσι θέλεις. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο αρραβών της γυναίκας μου! Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι είπες! της γυναίκας σου! σου! Παντρεύθηκες λοιπόν. Δεν μπορεί να είναι! Πε μου λοιπόν ότι είναι ψέματα, θεέ μου! θα τρελλαθώ Κ ώ σ τ α ς.

Ακούγοντας τη φωνή του, ο Χουσδάν, τραβάει την αλυσσίδα του από τα χέρια της Βραγγίνας, τρέχει στον κύριό του, κυλιέται στα πόδια του, λείχει τα χέρια του, γαυγίζει χαρωπά. «Χουσδάν, φωνάζει ο τρελλός, ευλογημένος νάναι ο κόπος που έκανα για να σ' αναστήσω. Με δέχτηκες πειο καλά παρά εκείνη που τόσο αγαπούσα. Εκείνη δε θέλει να μαναγνωρίση.

Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουν εις πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και να καταδιώξουν τους φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα και περί την μεσημβρίαν τους έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδη ωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θα διέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα από ρόδα και το έσυραν επιστρέφοντες.

Ο Άγιος Δημήτριος, με μαύρο χιτωνίσκο ίσαμε τα γόνατα, δεμένο στη μέση με σκοινί, έχει τα χέρια πιασμένα με αλυσσίδα σιδερένια, που του αφίνει ελεύθερη κάθε χειρονομία. Ξυπόλητος. Τα μαλλιά του ακατάστατα και το πρόσωπό του άσπρο σαν το σουδάριο. Είναι γονατισμένος κι' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του στον τοίχο.

Δοκίμασε να γελάση όταν αντίκρυσε τη μαϊμού, που είτανε γι' αυτόν το διασκεδαστικότερο απ' όλα όσα ήξερε και που τώρα πηδούσε απάνω κάτω στο οργανέτο, βροντώντας τη μικρή αλυσσίδα της, κ' έκανε κωμικούς μορφασμούς εκεί που προσπαθούσε να σπάση ένα καρύδι. Μα ο Σβεν δεν είχε δύναμη να τα δη όλα αυτά. Γινότανε μόνο όλο και σοβαρότερος κι όλο και βαρήτερος καθότανε στην αγκαλιά του μπαμπά.

Από τ' αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφινε να λάμπητα στήθια του χρυσή η αλυσσίδα του βασιλικού παρασήμου του κ' ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, όπου φαίνονταν σαν να τον φύλαετον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια. Με τον κυματισμό του δουλαμά πρόβαλαντο φως και τα μεγάλα κίτρινα ποδήματά του.