Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ποιος, που θέλει να κρατήση κάποιο αίσθημα μορφής μέσα του, μπορεί να βγη πέρα ανάμεσα από το τεράστιο πλήθος των βιβλίων που ο κόσμος παρήγαγε, βιβλίων όπου μέσα η σκέψη τραυλίζει και η αμάθεια γαυγίζει; Η κλωστή που θα μας οδηγήση πέρα ως πέρα από τον κουραστικό λαβύρινθο είναι στα χέρια της Κριτικής.

Λυπήθη ο Τριστάνος και είπε: «Θα δοκιμάσω. Δεν μου κάνει καρδιά να τον σκοτώσωΣε λίγο, ο Τριστάνος βγαίνει στο κυνήγι, ξεπετάει ένα ζαρκάδι, και το πληγώνει μ' ένα βέλος. Το λαγωνικό θέλει να τρέξη πίσω του και γαυγίζει τόσο δυνατά που όλο το δάσος αντιλαλεί. Ο Τριστάνος, χτυπώντας, το κάνει να σωπάση.

Ακόμα δεν ήταν καθόλου παράξενες τώρα οι βίδες της οροφής· το φως της καντήλας στην εικόνα τ' Άη-Νικόλα δε γιάλιζε πια σα βλοσυρό μάτι, και κάτω από τα πόδια του ο ήχος της ηλεκτρομηχανής ακούονταν κανονικός, χωρίς να γαυγίζει όπως πρώτα. Πόσο άφθονο και πόσο γαλάζο ήταν πάλι το νερό κάτω από τα μάτια του! Έπρεπε να χαλάσει ο ουρανός για να βρεθεί άσχημο και κουραστικό το χρώμα κείνο.

Αν όχι, θα τον δήτε, μόλις λυθή, με το στόμα ανοικτό, με τη γλώσσα μια πήχυ έξω, να κυνηγάη, για να δαγκώση, ζώα και ανθρώπους». Τον λύνουν. Πηδάει στην πόρτα και τρέχει στο δωμάτιο όπου άλλοτε βρισκότανε ο Τριστάνος. Γαυγίζει, κλαίει, ψάχνει, επί τέλους βρίσκει τα ίχνη του κυρίου του. Διασχίζει βήμα προς βήμα το δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Τριστάνος ως τον τόπο της φωτιάς.

Όλοι τον πέρνουν από πίσω. Γαυγίζει δυνατά, και σκαρφαλώνει κατά την ακτή. Μπαίνει στην εκκλησιά και πηδάει στο βωμό. Ξαφνικά ρίχνεται από την τζαμαρία, πέφτει στα πόδια του βράχου, ξαναβρίσκει τα ίχνη στην παραλία, στέκει μια στιγμή στο θάμνο που είχε κρυφτεί ο Τριστάνος, έπειτα φεύγει για το δάσος. Όλοι συγκινούνται. «Ωραίε Βασιληά, λένε οι ιππότες, ας πάψουμε πεια να τον ακολουθούμε.

Ποιος είνε ο Χόμο; — Ο Χόμο είνε ο σκύλος μου, αυτός εδώ που σε γαυγίζει. Σιούτ, Χόμο. — Και ειμπορείς να μου κάμης μίαν εκδούλευσιν; επανέλαβεν ο ξένος. — Εκδούλευσιν, βέβαια. — Ειξεύρεις να μου πης ένα πράγμα που θα σ' ερωτήσω; — Ερώτησέ με πρώτα, και ύστερα θα σου αποκριθώ. — Είδες εις αυτό το μοναστήρι τίποτε αυτάς τας ημέρας; — Τι τίποτε; — Είδες μίαν νέαν που την έφεραν εδώ μέσα;

Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85 φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου• αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του. πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα, έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90 μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου. και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει, και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95 δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος, 'π' άμετρα βόσκ' η βροντερήτα κύματ' Αμφιτρίτη. ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100 και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο• σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία. τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105 τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση• ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης. αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110

Ακούγοντας τη φωνή του, ο Χουσδάν, τραβάει την αλυσσίδα του από τα χέρια της Βραγγίνας, τρέχει στον κύριό του, κυλιέται στα πόδια του, λείχει τα χέρια του, γαυγίζει χαρωπά. «Χουσδάν, φωνάζει ο τρελλός, ευλογημένος νάναι ο κόπος που έκανα για να σ' αναστήσω. Με δέχτηκες πειο καλά παρά εκείνη που τόσο αγαπούσα. Εκείνη δε θέλει να μαναγνωρίση.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν