United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμμιά άλλη επιθυμία δεν είχε πεια στην καρδιά του. Έπειτ' από λίγο είπε και τον πήγαν στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' όσο ήταν ο ήλιος στον ουρανό, κύτταζε μακρυά στη θάλασσα. Ακούστε, Άρχοντες, μια θλιβερή ιστορία, που θα κάνη να κλάψουν όσους αγαπούν. Η Ιζόλδη πλησίαζε κι' όλα. Η ακτή του Πέμμαρχ φαινότανε μακρυά, και πειο χαρωπά αρμένιζε το καράβι. Ξαφνικά άνεμος καταιγίδας σηκώνεται.

Ο πλοίαρχος εφρόντισεν αφ' εσπέρας να διασπείρη της αφίξεώς του την είδησιν, και συνέρρεον οι πρόσφυγες εκ των πέριξ χωρίων και εκ των σπηλαίων όπου εκρύπτοντο. Η ακτή ήτο ήδη κεκαλυμμένη υπ' αυτών, ότε κατέβημεν, εξηκολούθουν δε και άλλοι φθάνοντες κατόπιν ημών.

Το κίτρινο κορδελάκι, που δεν εμπόδισε να περάσει η γη τους σε άλλα χέρια και τη διένεξη να την κερδίσουν οι αντίπαλοι, έδενε με τα άλλα νεκρά χαρτιά και ένα γράμμα που η Νοέμι, κάθε φορά που σήκωνε το μικρό πανέρι, το κοίταζε, όπως κοιτάζει κανείς από την ακτή το πτώμα ενός ναυαγού που το σπρώχνει ελαφρά το κύμα. Ήταν το γράμμα της Λία μετά την φυγή της.

Έχεις δίκαιον, Ακτή, απεκρίθη η Λίγεια· θα ακολουθήσω την συμβουλήν σου. Η Ακτή την ωδήγησε τότε εις το ιδιαίτερον κομμωτήριόν της διά να την χρίση με αρώματα και να την ενδύση διά το συμπόσιον· και μ' όλον ότι η οικία του Καίσαρος δεν είχεν έλλειψιν από θεραπαινίδας, η ιδία η Ακτή ανέλαβεν εκ συμπαθείας προς την Λίγειαν να την ενδύση με τας ιδίας της χείρας.

Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων; — Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός. — Εγώ είμαι, Λίγεια. — Είναι βράδυ τώρα; — Όχι, κόρη μου, απόγευμα. — Ο Ούρσος επέστρεψε;

Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα: — Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . . — Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια. Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας: — Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με! — Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή. Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής.

Μακρυά πέρα έβλεπαν την ακτή, αλλά η φουρτούνα είχεν αρπάξει τη βάρκα, και δε μπορούσαν να βγουν έξω. Την τρίτη νύχτα, η Ιζόλδη ονειρεύτηκε ότι κρατούσε στα γόνατά της το κεφάλι μεγάλου αγριογούρουνου που λέρωνε τη ρόμπα της με αίμα, κ' έτσι κατάλαβε πώς δε θα ξανάβλεπε πεια το φίλο της ζωντανό.

Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή. Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον: — Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου.

Η Πομπονία δεν την συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως. Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν.

Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος. Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής. — Είσαι τόσον καλή, Ακτή! — Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης. Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος.