Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Κι' η Νιόβη τότες πήρε να φάει πια, σαν κουράστηκε χύνε όλο χύνε δάκρια. 613 Έτσι έλα τώρα, γέρο μου, καιρός κι' εμείς να φάμε 618 μια στάλα· κι' έπειτα τον κλαις το γιο σου, σα γυρίσεις στο κάστρο μέσα, και πολλοί μαζί σου θαν τον κλάψουν.» 620 Είπε, κι' απάνου ο γλήγορος σηκώνεται Αχιλέας και σφάζει αρνί λεφκόμαλλο.
Άφησε, Έπαρχε, ξανά να του μιλήσω, ίσως και να τον πείσω. Πρέπει να του μιλήσω, δεν βαστώ. Και σεις, Μαννάδες, αν τυχόν και αποστάσω, κρατήστε με γερά, κατάχαμα μη σωριαστώ. Πώς η καρδιά μου σπαρταρά! Λεβέντη μου, το βλέπω φανερά, αν δεν αλλάξης γνώμη, νεκρό θε να σε κλάψουν η πλατείες και οι δρόμοι.
Καμμιά άλλη επιθυμία δεν είχε πεια στην καρδιά του. Έπειτ' από λίγο είπε και τον πήγαν στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' όσο ήταν ο ήλιος στον ουρανό, κύτταζε μακρυά στη θάλασσα. Ακούστε, Άρχοντες, μια θλιβερή ιστορία, που θα κάνη να κλάψουν όσους αγαπούν. Η Ιζόλδη πλησίαζε κι' όλα. Η ακτή του Πέμμαρχ φαινότανε μακρυά, και πειο χαρωπά αρμένιζε το καράβι. Ξαφνικά άνεμος καταιγίδας σηκώνεται.
Μα το νεκρό δε γίνεται με την κοιλιά οι Αργίτες 225 να κλάψουνε, τι απανωτά πλήθη πολλά όλη μέρα πέφτουν ... πώς τότε απ' τα δεινά κανείς θα πάρει ανάσα; Μα πρέπει αυτός να θάβεται που πέσει, και των φίλων ας κάνει απομονή η καρδιά, μια μέρα σαν τον κλάψουν, κι' όσοι άλλοι απ' την κατάρατη σωθούνε μάχη, πρέπει 230 να δουν να φάνε και να πιουν, για να βαστούν πιο ακόμα σε πόλεμο με τους οχτρούς πεισματωμένο πάντα, ζωσμένοι την αρματωσά.
Αλλού κανένα σας αν δω, αλάργα απ' τα καράβια, αφτού θαν του το φάω εγώ το μάτι, και στην Τροία δε θαν του κλάψουν το νεκρό αδέρφια και ξαδέρφια, 350 μον σκύλοι ομπρός στο κάστρο μας κοψίδια θαν τον κάνουν.» Είπε και τα φαριά χτυπάει στους ώμους, και φωνάζει να τρέξουν όλοι οι λόχοι ομπρός. Και μ' ένα ζήτω οι Τρώες όλοι μαζί του τρέξανε μ' αλόγατα κι' αμάξα, κι' η ταραχή λες κούφαινε.
Ο Έφις την κοίταξε μια στιγμή ικετευτικά. «Ο ντον Πρέντου θέλει ν’ αστειευθεί.» «Κακό σημάδι. Όταν αυτός θέλει ν’ αστειευθεί, κάποιοι θα κλάψουν», είπε η γυναίκα, αψηφώντας το βλέμμα του αφεντικού της και πίσω της χαμογελούσε, χλωμή και αινιγματική, με το μακρύ της στόμα κλειστό και με δυο λακκάκια στις άκρες, η Πατσάνα, η άλλη υπηρέτρια. «Λέω να παντρευτείς τον Έφις, Στεφάνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν