United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό…

Και παρ’ όλη την έκπληξη της Νοιέμι, που παρακολουθούσε με την κόγχη του ματιού όλες τις κινήσεις του, εκείνος δεν ξαναέβαλε το κρεμαστάρι στη θέση του και κίνησε να φύγει. «Έφις; ΦεύγειςΣταμάτησε με χαμηλωμένο το κεφάλι. «Δεν θα περιμένεις την Έστερ; Θα γυρίσεις για το ΠάσχαΈνευσε πως όχι. «Έφις, σ’ έχω προσβάλει μήπως; Σου είπα κάτι κακό;» «Κανένα κακό, κυρά μου.

Εκεί στο σείστη Ποσειδό πήγε σιμά και τούπε «Ήρθα ως εδώ 'να μήνημα, αφέντη γιε του Κρόνου, να φέρω απ' τον αστραπεφτή φουρτουνοκράτη Δία. 175 Λέει από μάχες και σφαγές να τραβηχτείς, και μέσα στη θάλασσα ή στα θεϊκά λημέρια να γυρίσεις.

Γερνάει κανείς και ξαναμωραίνεται», απάντησε εκείνος με μια αόριστη κίνηση. «Τώρα είμαι εδώ… Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό.» «Και τώρα, τι λογαριάζεις να κάνεις; Θα γυρίσεις στον Πρέντου ή μήμπως, όπως λέει ο κόσμος, είναι αλήθεια ότι έγινες πλούσιος; Γιατί δεν αφήνεις κάτω αυτό το δισάκι; Θα πάρεις κάτι εδώ, μια μπουκιά έστω.» «Πρέπει να φύγω, ντόνα Έστερ μου… Ήρθα μόνο για να σας χαιρετήσω.» «Θα μείνεις εδώ μέχρι αύριο», είπε η Νοέμι και με μια αιλουροειδή σχεδόν κίνηση του πήρε το δισάκι και το τοποθέτησε πιο πέρα επάνω στον πάγκο.

Μα άκου, απ' τη μάχη αν τραβηχτείς ή πας και ξελογιάσεις κάνα άλλονε κι' οχ τη σφαγή τόνε γυρίσεις πίσω, σ' έφαγα εφτύς καρφώνοντας μες στην καρδιά σου τ' όπλο250 Είπε και κίνησε μπροστά, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν με χλαλοή που κούφαινε.

Μα δεν ακούς τι είπε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 130 που τώρα μόλις έφτασε στον Έλυμπο απ' του Δία; Ή θες κι' εσύ κακά πολλά να πάθεις, να γυρίσεις άναβλα εδώ στον Έλυμπο με την καρδιά καμένη, κι' εμάς των άλλων συφορές να βάλεις στο κεφάλι; Τι ίσια τους λιονταρόψυχους Αργίτες και τους Τρώες 135 θ' αφίσει, και θα τρέξει εδώ σ' εμάς να ξεθυμάνει, κι' όλους θ' αρπάξει στη σειρά, σφάλλεις ξεσφάλλεις όλους.

Κι' η Νιόβη τότες πήρε να φάει πια, σαν κουράστηκε χύνε όλο χύνε δάκρια. 613 Έτσι έλα τώρα, γέρο μου, καιρός κι' εμείς να φάμε 618 μια στάλα· κι' έπειτα τον κλαις το γιο σου, σα γυρίσεις στο κάστρο μέσα, και πολλοί μαζί σου θαν τον κλάψουν620 Είπε, κι' απάνου ο γλήγορος σηκώνεται Αχιλέας και σφάζει αρνί λεφκόμαλλο.