United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΙΑΓΙΑ Κι ως τόσο πάντα τόλεγε, πως ο Σταύρος δε θάφευγε από το σπίτι του ποτέ, αν εσύ είξερες τον καλό τον τρόπο, το μαλακό, τον ήσυχο, για να τονέ πείσης και να τονέ κατορθώσης να κάμη τα θελήματά σου. ΦΙΝΤΗΣ Όσο για μένα, καλύτερα που τονέ ξεφορτώθηκα από πάνου μου. Τέτοιος που είτανε, θα με βασάνιζε αιώνια, ίσαμε τη στερνή μου μέρα.

Αλήθεια; είπε. Με συγκίνησε τόσο το πως η γυναίκα μου πίστευε πως είχα λησμονήσει ή είμουνα στο δρόμο να λησμονήσω, ώστε ο πόνος μου ξέσπασε και δεν άκουγα και δεν έβλεπα άλλο τίποτε παρά εκείνο που αιστανόμουνα ο ίδιος και κείνο που με βασάνιζε. Της διηγήθηκα πόσο άχαρο μου φαίνεται τώρα το σπίτι μας, από τότε που έλειψε ο Σβεν.

Τι μπορούσε να κάνει η λύπηση της ντόνας Νοέμι ενάντια στο κακό που τον βασάνιζε; Το μόνο που κατάφερνε ήταν να του το μεγαλώνει. Πήγε λοιπόν στο καινούργιο του αφεντικό και το βρήκε σκαρφαλωμένο επάνω σε μια σκάλα να κλαδεύει την κληματαριά κάτω από το δίχτυ που σχημάτιζαν τα κλαδιά της ροδιάς, κεντημένο με χρυσά φυλλαράκια.

Κυρίως το βράδυ, εάν κάποιο αηδόνι κελαηδούσε, η νοσταλγία τον βασάνιζε. «Τι να σκέφτεται άραγε ο ντον Πρέντου που με περιμένει με την απάντηση της Νοέμι; Ο Θεός όμως θα φροντίσει και θα φροντίσει καλά, τώρα που εγώ, με το θανάσιμο αμάρτημά μου και τον αφορισμό μου είμαι μακριά από αυτές

Θυμούμαι πως εκείνες τις μέρες η Έλσα τραγουδούσε, τραγουδούσε όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ για κανέναν άλλον εξόν από μένα. Και γω καθόμουνα κι άφινα την ψυχή μου να τη χαδεύουν οι τόνοι, ενώ μέσα μου με βασάνιζε ο στοχασμός, πώς είτανε δυνατό ποτέ να χωρέση αναμεταξύ μας δυσαρέσκεια. Πώς περνούσαν οι μέρες δεν το ξέρω.

Ένοιωθε φόβο και ντροπή αλλά και ζήλια. Εκείνοι ήταν άντρες! Τα χέρια τους έμοιαζαν νύχια αρπακτικού έτοιμα ν’ αρπάξουν την τύχη στο πέρασμά της. Έμοιαζαν όλοι ληστές, άνθρωποι πάνω από το νόμο: δεν μετάνιωναν βέβαια για τις αμαρτίες τους, εάν είχαν, δεν τους βασάνιζε η συνείδηση, εάν είχαν πάρει το νόμο στα χέρια τους, στη διάρκεια της ζωής τους.

Τα λόγια της σμίγανε και γινόταν ένα με αυτήν την ίδια και με το καλοκαίρι που πέρασε, με το αίστημα της νυχτερινής εκδρομής στα σκοτεινά νερά, με τη βουή του δάσους και το αχτιδοβόλημα του φεγγαριού απάνω στα σγουρά κύματα. Όλα σμίγανε σ' ένα σύνολο και μου ψιθυρίζανε πως κέρδισα ένα θησαυρό. Μα ταυτόχρονα με βασάνιζε η ιδέα πως την είχα τρομάξει ωστόσο δίχως να το θέλω.

Μα πιθυμούσα να έκανες και συ το ίδιο απέναντί μου. Ένοιωσα πάντα λύπη γιατί δεν το έκανες. Είδα πως σ' όλα αυτά είτανε κάτι που τη βασάνιζε περσότερο παρότι μπορούνε να το πούνε λόγια. Μα δε μάντεψα τι είτανε. — Νόμιζα πάντα πως ήθελες να είμαι όμοια με σένα, είπε. Έτσι νόμιζα και το είπα και σ' άλλους. Όταν πίστευα πως δεν μπορούσα να μιλώ μαζί σου, μιλούσα με ξένους.

Έπειτα ήρθανε τα πράματα εκεί όπου είταν πριν. Το πρόβλημα όμως που με βασάνιζε: «Τι να είναι, τι να έχηέμεινε χωρίς απάντηση. Ωστόσο είμουνα ησυχότερος, αιστανόμουνα μετάνοια για τους στοχασμούς μου και περίμενα κιόλας κάποια λύση. Έπειτα από δυο μέρες βρήκα απάνω στο τραπέζι μου το ακόλουθο γράμμα.

Το Πραιτώριο του είτανε γεμάτο θεοσκότεινες φυλακές αποκάτω, πούρριχτε τα θύματα του και τα βασάνιζε εκεί μέσα. Δεν τάκουγε άραγες αυτά ο Ιουστινιανός; Λέγουν πως όχι. Α δεν τάκουγε, τότες τι φρόντιζε να μαθαίνη; Αν τάξερε πάλι, με τι λογής συνείδηση καταπιάνουνταν τα μεγαλουργήματά του; Είναι ως τόσο πάντα η εποχή της βασιλείας του πολύ σημαντική για μας, και δραματική όσο γίνεται.