United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό…

Μα πιο πολύ απ' όλα τον βασάνιζε η τοποθέτηση της Δόξας. Ήθελε νάβρη για κείνη ένα βάθρο πολύτιμο, όλως διόλου άξιο για τέτοιο καλλιτέχνημα. Τις έφτιασε ένα από μάρμαρο λευκό και την τοποθέτησε δίπλα στο τραπέζι της δουλειάς του. Μα το μάρμαρο του φαινότανε πρόστυχο. Αντί να δείχνη την ωμορφιά της την έκρυβε. Παράγγειλε λοιπόν έναν κορμό καρυάς ψηλόν ως ένα μέτρο και τον έφεραν στο γραφείο του.

Τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του και έφυγε τρέχοντας πίσω από την εκκλησία, κάτω στη δημοσιά με την σκέψη να τον καταδιώκει ότι ο Τζατσίντο θα γύριζε στο σπίτι και θα βασάνιζε τις θείες του. Όταν όμως έφτασε στο χωριό, βρήκε στο σπίτι να βασιλεύει πάλι η ηρεμία του θανάτου. Η ντόνα Έστερ έπλενε το στάρι πριν το στείλει στη μυλόπετρα.

Η αγρυπνιά, η χολόσκαση που δεν πέρασε ακόμα το θέλημά του, παρά διάβαινε ακόμα μέσα στους δρόμους ατιμασμένος, καθώς θάρρειε, και ντροπιασμένος, όλ' αυτά σα να του μαλάκωσαν την καρδιά, ή καλλίτερα, σα να του την έλυωσαν. Όση λύσσα τον έσφαζε χτες, άλλη τόση θλίψη και ψυχοπονεσιά τονε βασάνιζε σήμερα. Δεν είταν και να πης πως δεν τον αγαπούσε τον αδερφό του.

Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα.

Ας το πούμε παστρικά· όσο την είχε και τη βασάνιζε ο Τούρκος ο καταραμένος τη δύστυχη την Ελλάδα, βέβαια πως κ' η επιστήμη δεν μπορούσε να προκόψη. Βέβαια πως και ταρχαία τα ελληνικά δεν μπορούσανε να σπουδαχτούν όπως έπρεπε. Αν τα σπούδαζαν από τότες, αδύνατο σήμερις να πίστεβε κανένας πως η καθαρέβουσα μοιάζει με τη γλώσσα εκείνη την ωραία.

Και τούτο με βασάνιζε, ενώ από το άλλο μέρος τα λόγια της αντηχούσαν ακόμα σταυτιά μου. Ξαναέφερνα στο νου μου όλη τη ζωή, που έζησα με την Έλσα, ό,τι μπορούσα να θυμηθώ κι ό,τι μπορούσε να έχη κάποιο σύνδεσμο μ' αυτή. Κι όταν δεν μπορούσα πια να θυμηθώ άλλο τίποτε, ζητούσα μέσα στο στοχασμό μου εκείνο που μου είταν αδύνατο να βρω.

Είπε, και με το χέρι του στριφοκλωθάει και ρήχνει 130 οχ τα ουράνια τη Λωλιά, κι' αφτή σε λίγο φτάνει ως στα μετόχια των θνητών. Αφτή θυμούνταν πάντα και στέναζε, όταν έβλεπε το λατρεμένο γυιό του που τον βασάνιζε ο Βρυστιάς και δούλεβε σα σκλάβος.