Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια, τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι· 15 όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει. Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μον του χτυπάει τα στήθια μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου.

Είπε, και σιώντας τίναξε το γλήγορο κοντάρι 355 και χτύπησε τη στρογγυλή ασπίδα τ' Αλεξάντρου.

Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· «Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε, συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου, και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι».

Κι' οι διο σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 850 πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των φαριών τα γέμια, τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα.

Και τότες θαν τον έπαιρνε και θ' αποχτούσε δόξα αφάνταση, μον στη στιγμή τον είδε η Αφροδίτη και το βοϊδόλουρο τού σπάει· κι' η περικεφαλαία 375 έτσι άδια πάγαινε μαζί με τ' αντριωμένο χέρι. Τότες αφτή την τίναξε στριφογυρίζοντάς την προς τους δικούς του, όπου οι πιστοί την πήρανε συντρόφοι· κι' ατός του πίσω πήδησε με το χαλκένιο φράξο, ναν τον σκοτώσει αφρίζοντας.

Τότε ο μεγάλος Αίας κατόπι τίναξε κι' αυτός το στομωτό χαλκένιο κοντάρι, και του χτύπησε τη φωτοβόλα ασπίδα. 250 Και το γερό όπλο του περνάει ως πέρα την ασπίδα και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· μά' γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο.

— Τ' ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπεταν Γιάννη! τούπα με καλωσύνη, δίνοντας του το χέρι Όλο το νησί σταυροκοπιέται.. Γύρισε και με κύτταξε. — Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό. — Αμ' γι' αυτό ήρθα, του είπα. Να καθήσω.

Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.

Τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του και έφυγε τρέχοντας πίσω από την εκκλησία, κάτω στη δημοσιά με την σκέψη να τον καταδιώκει ότι ο Τζατσίντο θα γύριζε στο σπίτι και θα βασάνιζε τις θείες του. Όταν όμως έφτασε στο χωριό, βρήκε στο σπίτι να βασιλεύει πάλι η ηρεμία του θανάτου. Η ντόνα Έστερ έπλενε το στάρι πριν το στείλει στη μυλόπετρα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν