United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέβηκ' ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ' η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα!

Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.

Μα εκείνο που τούκαμε μεγαλήτερη εντύπωση ήταν το χτήμα του Θεομίσητου. Τ' ήθελες και δεν είχε μέσα! Ήμερα δέντρα για καρπούς· άγρια για ξύλα, για σανίδια, για πατερά. Χώρια τα όψιμα χωράφια· χώρια τα πρώιμα. Και όλα στοχαστικά μοιρασμένα. Άλλα για σιτάρι, άλλα γι' αραποσίτι, άλλα για βρόμη, για σήκαλη, για καπνό.

Δυο τρία κεραμίδια ξεκόλησαν απάνουθε, κ' επλατάγησαν κάτου στο δρόμο. Μια γλάστρα από την ταράτσα ετινάχτηκε στης αβλής τις πλάκες. Η στέγη απάνου εχοροπηδούσε σαν τρελή. Η καπνοδόχη εκατέβαζε ολοένα τον άνεμο. Έπεφτε κάτου, εσκόρπιζε τις στάχτες, ανέμιζε τον καπνό, τον εστρυφογύριζε μέσα τις κάμαρες, τον ελίχνιζε κ' ετίκλωνε όλο το σπίτι.

Μπήκαμε μέσα, και βρήκαμε την καταπακτή που οδηγούσε στην σκάλα, αλλά μας ήταν πολύ δύσκολο να την σηκώσουμε, γιατί ο πρίγκιπας την είχε σφραγίσει με το ασβεστοκονίαμα που είχε φέρει μαζί του. Πρώτος πήγε ο θείος μου και τον ακολούθησα. Όταν φτάσαμε στο τέλος της σκάλας, βγήκαμε σε ένα προθάλαμο γεμάτο με τόσο πυκνό καπνό, που δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτα.

Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα.

Εψιψίριζε, εχόχλαζε μες το βαθουλό τηγάνι το φρέσκο ταγουρόλαδο, ξεροψήνοντας ταφράτα φειδωτά λαλάγκια. Εξερογλυφόμαστε εμείς, τρίβοντας με τα δυο χέρια τα μάτια. Όχι τόσο από τον πυκνό τον καπνό, όσο από την παιδιακήσια μας λιχουδιά. Η μάνα ανακάτεβε το τηγάνι με ταδράχτι. Μας εξάνοιγε καθετόσο μες απ τον καπνό, κ' εχαμογελούσε. Γύριζε πάλι και μας έλεγε χαϊδεφτά,

Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.

Και πώς μπορεί να σε κρεμάση; — Μήπως δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλη; Ναι ή όχι; — Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. — Λοιπόν με κρεμάει κ' εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κ' έφυγε από το καράβι, Την άλλη 'μέρα ο Κιουταχής τούστειλε καφφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί.

Στο δρόμο τους που περπατάν, 655 Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πώς να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, 660 Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε. Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Οπού χλωρό λιβάδι, 665 Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. 670