Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Ο Λογιότατος, συντροφευμένος με τους συλλογισμούς του, ετράβαγε καπνό χωρίς να βγάλη λόγο, και με το κεφάλι σκυφτό για κάμποσην ώραν. Μόνε συκώνοντας τέλος πάτων τα μάτια προς τον Γέροντα, πρέπει να ζης πολύ ευτυχισμένος, του λέγει. παρατηρώ σε όλα σου μίαν ησυχίαν ψυχής, οπού αποδείχνει να μη σ' ενοχλάη κανένα ενάντιο· εγώ σε ζηλεύω.
Καράβια κάθε λογίς εκατέβαιναν με ολοφούσκωτα πανιά βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια· και βαπόρια με τον μαύρο τους καπνό και τις βροντερές σφυριγματιές ανεβοκατέβαιναν. Απάνω από το κεφάλι μας επετούσαν σύγνεφα πουλιά, του ανέμου ταξειδιώτες πλέον ευτυχισμένοι και ανάσταιναν τον αέρα με χαρούμενο κελάδημα.
Κ' έτσι σαν ξημέρωσε και μαζευτήκαμε όλοι στον ξερόκαμπο, πρέπει να είμαστε καμιά πεντακοσαριά. Φύλλο δεν ανεμίζουνταν εκείνη την πρωινή. Ό,τι πρόβαλε ο ήλιος, ξεκινήσαμε κατά τον κάμπο. Γεμάτος ο κάμπος Τουρκιά. Και τους έβλεπες δεν τους έβλεπες πίσω από τον καπνό που ανέβαινε πίσω από τα καμένα τα χωριά τριγύρω.
Όταν όμως ύστερ' από πολλά χρόνια μπορούσα να γνωρίζω πια πως μου είτανε δυνατό ναπολάψω ένα καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα, τότε είταν η γυναίκα μου που μ' έκανε να φοβούμαι πως όλη η χαρά μου θα έλιωνε σ' έναν καπνό.
Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς είταν δυνατό!
Τώδωκα καπνό και πααίναμ' έτσι κουβεντιάζοντας το δρόμο δρόμο, αυτός μπροστά κ' εγώ παραπίσω.
Εφύσηξε μια τούφφα καπνό απ' το στόμα κ' έτσι άρχισε: «Κυρίες, Κύριοι, δεν είναι ίσως πολύ πρέπον να καπνίζω μπροστά σας, αλλά δεν είναι επίσης διόλου πρέπον να με ανησυχήτε την ώρα που καπνίζω!...» Κ' εξακολούθησε στον ίδιο τόνο. Και η αυθάδης προσφώνησις άρεσε όσο και το έργο. Λίγο αργότερα ήλθε η τρομερά πτώσις.
Στο Λονδίνον καμμιά φωνή φιλική δεν τόλμησε ν' ακουσθή. Μονάχα ο μαρκήσιος του Queensbervy έλαβε μια γροθιά από τον ένα γυιό του κι από τον άλλο, τον Alfred Douglas, την ακόλουθη «Μπαλάντα του Μίσους»: «Στον Πατέρα μου. Ο άνθρωπος στον τάφο και ταγρίμι στην τρώγλη, το χώμα στο χώμα κι ο καπνός στον καπνό!
Ο γέρος τράβηξε το τσιγάρο του, έβγαλ' ένα σύννεφο καπνό από το στόμα και τα ρουθούνια, κυττάζοντας με περιφρόνηση το παλιόπαιδο· το πανί άρχισε να παίζη, σε λίγο κρεμάστηκε σαν κουρέλι. Το Μπουζούκι και το Βιολί, που τους έλειψε το ακουμπιστήρι, ξυπνήσανε μαχμουρλήδες. Το αεράκι ξεψύχησε ολότελα. Ο γέρος κύτταξε ολόγυρά του και κάτι μουρμούρισε μέσα του.
Ο δράκοντας βγάζει, μια τελευταία φορά, το φρικτό μουγκρητό του και ψοφάει. Ο Τριστάνος τούκοψε την γλώσσα και την έβαλε μέσα στη μπότα του. Έπειτα, ζαλισμένος από τον καυτερό καπνό, τράβηξε, για να πιή, σ' ένα λάκκο με νερό στάσιμο που έβλεπε να γυαλίζη λίγο πάρα πέρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν