United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΦΛΕΡΗΣΠήγαινε να τήνε ιδής, σε παρακαλώ και γράψε κανένα γιατρικό. ΜΙΣΤΡΑΣΠηγαίνω. Μα το γιατρικό σου το είπα από τώρα. Να το ξέρεις, μάτια μου. ΦΛΕΡΗΣΆφισε σε παρακαλώ τις συμβουλές. Σου ζήτησα συνταγή. ΜΙΣΤΡΑΣΣαν επιμένεις. Σου δίνω πάλι ένα κουρέλι. Ut aliquid fiad, που λέει κι' ο Λατίνος. Πες μου αλήθεια.

Ένα εδώ ελάγκευε και άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή· άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με προβοσκίδα φοβερή εσούβλιζε πέραπέρα τα παραπέτα και άλλο έπιανε από την πρύμη κ' ετάραζε σύγξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι.

Κλίνατε τα κεφάλια σας και χαιρετήσατε εκείνην την μεγάλην πάπιαν. Την βλέπετε; Είναι η σημαντικωτέρα από όλους ημάς εδώ. Είναι από Ισπανικόν γένος· διά τούτο έχει τόσον πάχος. Παρατηρείτε ότι το έν της ποδάρι είναι δεμένον με έν κόκκινον κουρέλι; Αυτό είναι ό,τι επισημότερον ημπορεί να επιθυμήση μία πάπια.

Ούτε και να τον συλλογιέμαι του αξίζει. Σπουδαίο βλέπεις υποκείμενο! Μυρίζει σκόρδο ακόμη το στόμα του. . . Ήταν το στρώμα του μέσ' στο κουρέλι σαν τον πρωτογνώρισα κι' από την απλυσιά του σβέρκου του απόρησα. Αυτά στα λέω, θέλοντας να σου δείξω πόσο είμαι γουρλίδισσα, που να τον ρίξω με την μοίρα μου κατώρθωσα. Μπορώ για σένα που λαχταρώ κάτι παραπάνω σε τιμή να σου χαρίσω.

Ο γέρος τράβηξε το τσιγάρο του, έβγαλ' ένα σύννεφο καπνό από το στόμα και τα ρουθούνια, κυττάζοντας με περιφρόνηση το παλιόπαιδο· το πανί άρχισε να παίζη, σε λίγο κρεμάστηκε σαν κουρέλι. Το Μπουζούκι και το Βιολί, που τους έλειψε το ακουμπιστήρι, ξυπνήσανε μαχμουρλήδες. Το αεράκι ξεψύχησε ολότελα. Ο γέρος κύτταξε ολόγυρά του και κάτι μουρμούρισε μέσα του.

Νόμιζε ότι τον κοιτούσαν με περιφρόνηση, πετώντας του το νόμισμα, ότι ντρέπονταν γι’ αυτόν σαν άνθρωπο και ότι ήταν έτοιμοι να τον κλωτσήσουν στο πέρασμά τους, σαν να ήταν ένα βρόμικο κουρέλι. Αλλά έπειτα κοίταζε μακριά: πέρα από την ομίχλη του φαινόταν πως άρχιζε ένας άλλος κόσμος και πως άνοιγε η πύλη για την οποία μιλούσε ο τυφλός, η μεγάλη πύλη της αιωνιότητας.

Τώρα όλα τελείωσαν…» «Τι θα κάνεις τώρα;» «Τι θες να κάνω; Θα μείνω εδώ περιμένοντας το θάνατο. Τα έχω μαζί μου όλα, η ψυχή μου να σωθεί.» «Μπορώ να σε πάω μέχρι το Νούορο», είπε ο Έφις, και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Σκυμμένος επάνω στον ετοιμοθάνατο προσπαθούσε να τον ξαναζωντανέψει βρέχοντας τα χείλη του με το ποτό που άφησε η γυναίκα και το μέτωπό του με ένα κουρέλι βουτηγμένο στο κρασί.

Στροφή να δώσης άλλην ούτε συ, μα ούτε ο Διοκλητιανός, ούτ' ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, ούτε ο Μαξιμιανός μπορείτε, ώ! αυτό και συ ο ίδιος το καταλαβαίνεις, όσους και αν τους ρίξης λεγεώνες. Τι προσμένεις; ΓΑΛΕΡ. Λέγε, λέγε να σ' ακούω, άπιστε προδότη! Κρίμα την τόση σου σπουδή, την τόση νιώτη κι' ωμορφιά. Κουρέλι έχεις καταντήσει, τόσο, που σιχαίνεται κανείς και να σε φτύση.

Η καλόγνωμη σπατάλη της Λενιώς δεν του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα την ήθελε για τον εαυτό του. Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην αρχή έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε. — Από την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης βήμα· της είπεν ορθάκοφτά. Και για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά τους κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο.

Αλλ' εκείνοι γνωρίζουν την πρώτην σου ανατροφήν και πώς παρεδόθης εις τον φαυλότατον εκείνον στρατιωτικόν και συνδιεφθείρεσο μετ' αυτού, υπηρετών αυτόν καθ' όλους τους τρόπους, έως ου σ' έκαμε, κατά το λεγόμενον, κουρέλι χιλιοτρύπητον και σ' επέταξεν εις τον δρόμον.