Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
— Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου; — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του. — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. — Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;
Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρης;» μου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λες;» μου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν' έτσι. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες! Κ' έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά.
Καταλάβαινε, σίγουρα, αλλά έπρεπε να σιωπά και να προσποιείται όπως ένας σκλάβος. «Δεν καταλαβαίνεις και γι’ αυτό μιλάς πάρα πολύ, Έφις! Εάν εσύ εκείνη την ημέρα μου έφερνες μόνο τα προξενιά, χωρίς να μου δώσεις συμβουλές, θα ήταν καλύτερα. Αντί γι’ αυτό είπες ένα σωρό άχρηστα πράγματα.
Πρωταγόρας Μάθε λοιπόν, είπεν, ότι καθώς προχωρεί το τραγούδι λέγει κάπου, ότι «ο λόγος του φιλοσόφου Πιττακού διόλου δεν μου αρέσει, αν και τον έχει είπη άνθρωπος σοφός, όταν λέγη ότι είναι δύσκολον να είναι τις ενάρετος». Καταλαβαίνεις ότι αυτός ο ίδιος λέγει και αυτά και εκείνα τα προηγούμενα; Σωκράτης Το ηξεύρω είπον εγώ. Πρωταγόρας Σου φαίνεται λοιπόν, είπεν, ότι αυτά είναι σύμφωνα;
Εσύ πρέπει, είναι καθήκον σου να τους ανοίξεις τα μάτια, αφού αυτές είναι τυφλές. Εσύ πρέπει, το καταλαβαίνεις ή όχι; Έχεις κουφαθεί;» Πράγματι, ο Έφις είχε κλειστεί στον εαυτό του, σαν κουφός. Εσύ πρέπει; Τον απειλούσε ο ντον Πρέντου; Ήξερε κάτι ο ντον Πρέντου; Δεν τον ενδιέφερε τίποτε, εκείνος μόνο την κόλαση φοβόταν.
Η Νοέμι ξανάρχισε να ειρωνεύεται, αλλά η ντόνα Έστερ ακούμπησε το χέρι της στο χέρι εκείνης και είπε με ήπιο τόνο. «Του δίνει λεφτά η Καλίνα. Νομίζαμε ότι το ξέρεις, Έφις! Παίρνει από την Καλίνα με τόκο και ο Πρέντου του υπόγραψε κάποιες συναλλαγματικές, επειδή ελπίζει έτσι να μας πάρει το κτηματάκι. Καταλαβαίνεις!» Καταλάβαινε.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Καταλαβαίνεις τάχα, ότι εμείς μονάχα απ' όλους τους θεούς, πολλά θα σου δωρήσουμε καλά; Σαν τάχη αυτός χαμένα και κρέμεται από σένα, και τη δική σου προσταγή να εκτελέση δεν θ' αργή, — γλείφ' του το γρηγορώτερο ό,τι μπορείς περσσότερο. Να γίνη δεν πολυαργεί σε τέτοιες σκέψης αλλαγή. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι έπαθες, καλέ πατέρα; Μα τον Δία του Ολύμπου, δεν είσαι καλά.
ΒΕΡΑ — Μιλώ για τον εαυτό μου. Πώς να ζυγώσω στο βωμό, πώς θέλεις να ζυγώσω; Και τι να φέρω στους θεούς; Αλλοίμονο! Ένα σώμα αρρωστημένο, γερασμένο! Μια ψυχή πληγωμένη! Μια κουρασμένη σκέψη. Οι θεοί δε θα δεχτούνε τη θυσία μου. Θα μοιάζη σαν ιεροσυλία. ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο! ΒΕΡΑ — Μιλώ λοιπόν τόσο σκοτεινά, που δεν με καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο!
Είχε κατέλθει εθελοντής, διά να ελευθερώση την Κρήτην αλλά μετ' ολίγας ημέρας αφήκε την νήσον εις την τύχην της. Πέρυσι, κατά το θέρος, τον επανείδα εδώ. — Τι γίνεσαι; τον ερωτώ. Τι δουλειές πολεμάς; — Καλλιεργώ δερβισιλίκι, μου απαντά. — Καλλιεργείς δερβισιλίκι; επανέλαβα μη εννοήσας. Ο κούτσαβος εγέλασε. — Δεν τη καταλαβαίνεις του λόγου σου αυτή τη γλώσσα. Δερβισιλίκι είνε η λεβεντιά.
ΒΕΡΑ — Δε μιλείς Τάσσο; Δε με καταλαβαίνεις ακόμα; ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο. Τα λόγια σου, Βέρα, στέκονται στα δικά μου τα χείλια. Εγώ είμαι το γερασμένο, το αρρωστημένο σώμα, εγώ είμαι η πληγωμένη ψυχή, εγώ είμαι η κουρασμένη σκέψη. Εγώ είμαι ο ανάξιος θύτης. Α! τι φως, τι φως έρριξες μέσα μου, Βέρα! Τι ερείπια, τι ερείπια μου φανέρωσες! Τετέλεσται! Αλλοίμονο, Βέρα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν