Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Εκείνο το τρέμουλο φαίνεται ότι τον ενόχλησε τόσο που σηκώθηκε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο λέγοντας: «Ας βγούμε, πάμε να πάρουμε λίγη δροσιάΠήγαν να δροσιστούν∙ τα βήματά τους αντηχούσαν μέσα στη σιωπή όπως εκείνα της νυχτερινής περιπόλου.

Η βασιλοπούλα τρόμαξε κ' έκρυψε το κεφάλι της κάτω απ' τη φτερούγα ενός κύκνου. Μα μέσα στα μάτια της τα κλειστά έμεινε χαραγμένη η ζωγραφιά του παλικαριού, με τα μακρυά ξανθά μαλλιά και τα ολόχρυσα ρούχα. Το βασιλόπουλο, σαν είδε την ομορφιά της, θάμπωσαν τα μάτια του, και τα πόδια του καρφώθηκαν στο χώμα. Ακούμπησε απάνω σ' ένα δένδρο σαν λιγοθυμισμένο.

Τότε ακούμπησε το κεφάλι του εις τα γόνατά της και άπλωσε τα ποδάρια του οπού έφθαναν έως το περιγιάλι· και απεκοιμήθη, και άρχισε να ρογχαλίζη, εις τόσον οπού ηχολογούσεν η ακροθαλασσιά.

Ο Έφις σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε, αλλά περίμενε ακόμη μήπως έρθει κανείς. Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα.

Περπατεί ακόμα; ρώτησε το κυπαρίσσι φοβισμένο. — Περπατεί... είπε το συννεφάκι και πέρασε. Ολοένα περπατεί... Η γιαγιά ακούμπησε ήσυχα το κεφάλι της στην καρέκλα, πήρε βαθιά την αναπνοή της και σταμάτησε. Έτσι έκανε κάποτε τα νάζια της η γιαγιά και σταματούσε στη μέση του παραμυθιού. Ήθελε χάδια και παρακάλια. Σαν πέρασε λίγη ώρα την εσκούντησα και της χάιδεψα τα γόνατα.

Ο Έφις όμως άρχισε να βογκάει και τρανταζόταν αδύναμα σαν ένα λαβωμένο πουλί που προσπαθεί ακόμη να πετάξει. «Θέλετε να με πεθάνετε πριν την ώρα μου…» Τότε ο γιατρός έκανε νόημα με το χέρι και το κεφάλι σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό και ο ντον Πρέντου ακούμπησε πάλι κάτω τον άρρωστο, τον ξανασκέπασε και δεν αστειεύτηκε πια. Κι έτσι τον άφησαν.

Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφινε να διαβάση. «... Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται...» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κ' έκλεισε τα μάτια του. Πώς του ήρθε να γίνη παπάς; Ούτ' αυτός δεν το καταλάβαινε.

Η Γκριζέντα ακούμπησε τον κουβά στο κάθισμα και έπεσε επάνω στο μωρό που της χαμογελούσε από το στρώμα κουνώντας τα ποδαράκια του στον αέρα και προσπαθώντας να τα πιάσει με βρώμικα χεράκια του. Του φίλησε τον ποπό, βυθίζοντας τα χείλη της στην τρυφερή σάρκα στα σημεία όπου οι αυλακιές σχημάτιζαν ροζ και βιολετί γραμμές.

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι και ακούμπησε το χέρι στο στήθος του. «Αυτό θα το αναλάβω εγώ!», υποσχέθηκε με αποφασιστικότητα. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε μ’ εκείνο της Νοέμι κι εκείνος που πάντα φοβόταν τα υγρά και ψυχρά της μάτια σαν θάλασσα βαθιά, κατάλαβε πως η νεαρή κυρά του έπαιρνε στα σοβαρά την υπόσχεσή του. Δεν μετάνιωσε όμως που την έδωσε. Πολλές άλλες ευθύνες είχε αναλάβει στη ζωή του.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν