United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έκλεισε τα μάτια κι από τα βλέφαρά της τρέξανε δάκρια. — Θα ξαναγίνουμε άλλη μια φορά ευτυχισμένοι, είπα και πήρα τα λόγια της σα μιαν υπόσχεση. — Ναι, ναι, αποκρίθηκε γοργά. Το καλοκαίρι. Με άκουγε κει που της μιλούσα για τις χαρές της νιότης μας και για τα νησιά, που μας είτανε το πιο αγαπημένο μέρος για το καλοκαίρι.

Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση πούχα δώσει, από το δρόμο τον Βαγγελιού. Κιαν μέβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιο της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κιαυτή δεν παράλειψε να μου πη ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχη νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.

Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι και ακούμπησε το χέρι στο στήθος του. «Αυτό θα το αναλάβω εγώ!», υποσχέθηκε με αποφασιστικότητα. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε μ’ εκείνο της Νοέμι κι εκείνος που πάντα φοβόταν τα υγρά και ψυχρά της μάτια σαν θάλασσα βαθιά, κατάλαβε πως η νεαρή κυρά του έπαιρνε στα σοβαρά την υπόσχεσή του. Δεν μετάνιωσε όμως που την έδωσε. Πολλές άλλες ευθύνες είχε αναλάβει στη ζωή του.

Τον δέχομαι, λέγει ο Πραγματευτής, και να είσαι βέβαιος ότι θέλω φυλάξει την υπόσχεση μου. Μετά ταύτα τα λόγια τον αφήκε το Τελώνιον σιμά εις την βρύσιν και έγινεν άφαντον.

Μαζί του αγωνίστηκε το μεγάλο αγώνα του λυτρωμού, και μαζί του απόλαψε τη χαρά και τη δόξα που φέρνει πάντα η νίκη. Φυσικά όμως δεν έμενε κ' ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Θες από τον άντρα, θες από τα παιδιά της επερίμενε τον τελειωτικό θρίαμβο. Και τον περίμενε ανυπόμονα. Πάντα όμως δεν έδινε τόση βάση στα λόγια του μικρού. Η παιδιάτικη υπόσχεσή του την συγκινούσε, αλλά δεν την έπειθε.

Μετά ταύτα υπάνδρευσα τον υιόν μου με την κόρην του ζευγίτου κατά την υπόσχεση μου και μετ' ολίγον καιρόν που συνέβη του υιού μου και εχήρευσεν, αυτός απήλθεν εις ταξείδι, και έως τώρα επέρασαν τόσοι χρόνοι και καμμίαν είδησιν μη λαμβάνοντας δι' αυτόν απεφάσισα να διαβώ εις διαφόρους τόπους εις αναζήτησίν του· και μην εμπιστευόμενος εις άλλον ταύτην την γυναίκα μου την έλαφον την φέρω μαζί μου όπου πηγαίνω.

Βλέποντας τούτο ο ψαράς εφοβήθη, και του λέγει· διατί έτσι; δεν φυλάττεις πλέον τον όρκον σου; Το Τελώνιον βλέποντας τον ψαράν φοβισμένον εγέλασε και του λέγει· ας είσαι βέβαιος ότι φυλάττω την υπόσχεση μου, και έρριξα το αγγείον διά να ιδώ, αν συ φοβείσαι· και ιδού ο καιρός να σε ευεργετήσω· λάβε τα δίκτυα σου, και ακολούθει με.

Ανασήκωσε τα μάτια του με τα λευκά από το αλεύρι βλέφαρα και χαμογέλασε. «Ποια υπόσχεση;» «Ότι θα ζυγίζεις καλά», είπε ο Έφις και έφυγε. Μόλις ζύγισε το σακί, ο Τζατσίντο πετάχτηκε έξω και είδε τους δυο ζητιάνους ν’ απομακρύνονται πιασμένοι από το χέρι, χλωμοί και τρεμάμενοι και οι δυο, σαν άρρωστοι. Τον φώναξε, αλλά ο Έφις του έκανε με το χέρι αντίο χωρίς να στρέψει.

Ο Έφις ένοιωθε να τον παίρνει μακριά κάτι που έμοιαζε με ορμή του ανέμου: αναμνήσεις και ελπίδες τον ανύψωναν. Περίμενε τον Τζατσίντο, και ο Τζατσίντο ερχόταν τάχα να του φέρει φανταστικά νέα: ότι βρήκε δουλειά, ότι κράτησε την υπόσχεσή του να είναι η παρηγοριά για τις ηλικιωμένες θείες του. Και ότι τάχα ο ντον Πρέντου είχε ζητήσει τη Νοέμι να γίνει γυναίκα του…

Τους μάζεψε μέσα στην ταβέρνα του, τους έδωσε να φάνε με τον όρο, πως καθένας τους θα ορκιζότανε να διηγηθή την ιστορία του δίνοντας την υπόσχεση, πως θα διαλέξη τον πιο αξιολύπητο, τον πιο δικαιολογημένα δυσαρεστημένο από την κατάστασή του και πως θάδινε στους άλλους κάποιο δώρο. Η συντροφιά κράτησε ως τις τέσσερες το πρωί.