United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη μ’ ερωτάς. Ο Λάιος πε μου πώς ήτον; Μεσ’ στην ακμήν της νιότης του ήτονε τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Ψιλός, και μόλις άρχιζε ν’ ασπρίζει η κόμη, με τη μορφή του θα ’μοιαζε πολύ η μορφή σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Μου φαίνεται δεινές κατάρες στον εαυτό μου έρριξα χωρίς να ξέρω. ΙΟΚΑΣΤΗ Μιλείς; Και μου είναι φοβερή η όψις σου, άναξ. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σφόδρα φοβούμαι μην ο μάντις βλέπει° θα ιδούμε.

Ω βασιλέα αστόχαστε και αδύνατε, διατί να μη φυλάξης την σιωπήν; ηξεύρεις εσύ ποία ήτον η φωτιά, εις την οποίαν έρριξα το παιδί; εκείνη ήταν μία Λάμια, της οποίας εμπιστεύθηκα την ανατροφήν εκείνου του βασιλοπούλου· και η σκύλλα που είχες ιδεί ήτον μία Νεράιδα, η οποία μετά χαράς έλαβε το βάρος διά να αναθρέψη την βασιλοπούλα, και διά να πιστωθή, υπόμεινε διά να ιδής.

Εδιάλεξα τρία κομμάτια που μου άρεσαν, και χωρίς να του ζητήσω τιμήν του έρριξα την σακκούλαν με τα φλωριά και του είπα· πληρώσου διά αυτά και όσα μείνουν δος μου τα οπίσω. Έμεινε αυτός εκστατικός εις το να ιδή εις εμένα μίαν τέτοιαν γενναιότητα, και αφού επληρώθη και μου έδωσε τα λοιπά φλωριά οπίσω, μου είπεν.

Βλέποντας τούτο ο ψαράς εφοβήθη, και του λέγει· διατί έτσι; δεν φυλάττεις πλέον τον όρκον σου; Το Τελώνιον βλέποντας τον ψαράν φοβισμένον εγέλασε και του λέγει· ας είσαι βέβαιος ότι φυλάττω την υπόσχεση μου, και έρριξα το αγγείον διά να ιδώ, αν συ φοβείσαι· και ιδού ο καιρός να σε ευεργετήσω· λάβε τα δίκτυα σου, και ακολούθει με.

Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος.

Τώρα όλ’ οι θεοί με μισούνε, των ανοσίων βλαστάρι εγώ, όπου το σπέρμα μου έρριξα στη μάνα μου την ίδια. Και αν είναι και χειρότερο κακόν απ’ όλα τούτα σ’ εμένα τον Οιδίποδα έχει λάχει. ΧΟΡΟΣ Δεν ξέρω να σου πω, αν καλά το εσκέφθης: καλύτερος ο θάνατος παρά τυφλος να ζήσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ότι δεν έγειναν καλά τούτα, μη θέλης να υποστηρίξης!

Τότε έλαβα το σπαθί εις το χέρι μου, όχι με σκοπόν να θανατώσω μίαν τέτοιαν νέαν, αλλά διά να καταλάβω την γνώμην της· σας βεβαιώνω, ότι ήμουν ευχαριστημένος να αποθάνω εγώ χίλιες φορές, παρά αυτή μίαν, δι' αφορμήν ιδικήν μου· και όταν επλησίασα εις αυτήν με το νεύμα και τα κινήματα των ματιών με έκαμε να καταλάβω ότι αυτή είνε ευχαριστημένη να αποθάνη παρά να ιδή εμένα θανατωμένον· τότε έρριξα το σπαθί εις την γην και λέγω του Τελωνίου· μη γένοιτο να θανατώσω εγώ μίαν τέτοιαν άπταιστον και αθώαν, που ποτέ δεν την είδα· ιδού είμαι εις την εξουσίαν σου, θανάτωσέ με· αλλ' εγώ δεν γίνομαι άδικος φονεύς.

Αλλά και προ καιρού στην εορτή της Αφροδίτης, δεν έρριξα εις τα πόδια της θεάς μία δραχμή ασημένια για σένα; Έπειτα πάλιν επλήρωσα δυό δραχμές για υποδήματα της μητέρας σου και πολλές φορές έχω βάλη στο χέρι αυτής της Λυδής πότε δύο και πότε τέσσερους οβολούς. Όλα αυτά αν τα μαζέψης κάνουν περιουσίαν για ένα ναύτην. ΜΥΡΤ. Τα κρομμύδια και τα παστόψαρα, Δωρίων;

Κ' εάν κηρύττω εμπρόςαυτούς, 'πού μας ακούουν, ότι προαίρεσιν δεν είχα να σε βλάψω, εις την γενναίαν σου ψυχήν τούτο ας αρκέση να με απολύσης, και να ειπής πως ένα βέλος έρριξα επάνω από την σκέπην του σπιτιού μου κ' ελάβωσε τον αδελφόν μου. ΛΑΕΡΤΗΣ Τούτο φθάνει διά την καρδιά μου, — μ' όλον ότι αυτή δικαίως έπρεπε να με σπρώξητην εκδίκησίν μου.

«Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεταικι' από τον πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και τα βουνόπλαγα.