United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όρθιος τότε εκεί πετάχτη ο Αχιλέας σαν ξαφνισμένος, κι' έτρεξε κι' απ' το δεξύ το χέρι μας πήρε μέσα στην αβλή, να κάτσουμε μας είπε, μας φίλεψε όλα τα καλά που συνηθούν με ξένους. Κι' αφού χαρήκαμε καλά το φαγοπότι, πιάνω 780 το λόγο εγώ, και νάρθετε σας έλεγα μαζί μας. Εσείς πολύ το θέλατε, κι' αμέσως τότε εκείνοι, κι' οι διο οι γερόντοι, αρχίνησαν πολλά να δασκαλέβουν.

Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αν δύναμαι, γερόντοι μου, να συμπεράνω αν και ποτέ δεν έτυχε να τον συντύχω, θαρρώ πως έχομεν εδώ, το βοϊδολάτη που θέλομε. Και στα βαθειά του γερατειά μοιάζει τον άνθρωπον αυτόν° στην ηλικίαν ίσος του. Και τον φέρνουνε δούλοι δικοί μου. Εσύ όμως, λέγω, δύνασαι καλύτερά μου να ξέρης, αφού κι άλλοτε τον έχεις ιδεί.

Και σα δεν έκρενα εγώ ακόμα, άρχεψαν να ξανατηράν την εικόνα αυτοί και να λεν: — Ο Γεώργιος; οι γερόντοι. — Τι Γεώργιος και τι Σουλτάνος μου λέτε ... Ο βασιλιάς των Ηπειρωτών είνε τούτος. Οι αρβανίτες ούτε μίλησαν τότες. Εμούδιασαν κ' οι γερόντοι. Κι' αυτός ο Ζώης ο Αζώηρος, ο καφετζής, οπ' ούτε αυτός είξερε τι αξετίμητον εικόνα είχενε τόσα χρόνια μέσατο σπίτι του.

Είχενε και πηγάδι με σπάνιο νερό ο Αζώηρος, οπού δεν άργησαν να το μυριστούν κι' άλλοι και που κατάντησεν από στόμα σε στόμα να διαλαληθήόλους εκείνους τους απάνου μαχαλάδες ο καφενές και να συχνάζουναυτόν όχι μονάχα οι γερόντοι μα κι άλλοι πολλοί.

Κάποιο γαμπρό μελετούσανε οι δυο γερόντοι. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα του Μαρτίου, που ρίξανε το καινούργιο καράβι του πατέρα της στη θάλασσα. Το καράβι είχε τόνομά της: «Ταρσίτσα» κι' αυτό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκωνται τώρα τα μαδέρια του και τα στραβόξυλά του, χρόνια ναυαγισμένο στη Μαύρη θάλασσα! Εφτά χρονών ήτανε τότες η Ταρσίτσα, μα το θυμάται σαν και σήμερα.

Και τότες οι γερόντοι του στέλνουν πρωτολειτουργούς θεών και τον ξορκίζουν 575 να βγει να διαφεντέψει τους, και τούταζαν μεγάλο χάρισμα· οπούταν πιο παχύ της Κάλυδος το χώμα, εκεί πανώριο τούλεγαν μετόχι να χωρίσει, πενήντα στρέματα, μισό στον κάμπο αμπελοτόπι, τ' άλλο μισό έτσι αφύτεφτο χωράφι να διαλέξει. 580 Πόσα δεν τούλεγε ο Βοινιάς, ο γερο-αλογολάτης, πας στο κατώφλι στέκοντας, και σούσε με τα χέρια τα κολλητά πορτόφυλλα ξορκίζοντας το γιο του· πόσα και μάννα κι' αδερφές δεν τούπαν περικάλιαμα πια πολύ πεισμάτωνεκαι πόσα ακόμα οι φίλοι 585 οι πιο στενοί στην Κάλυδο και τιμημένοι πούχε.

Είχενε και πηγάδι με σπάνιο νερό ο Αζώηρος, όπου δεν άργησαν να το μυριστούν κι άλλοι και που κατάντησεν από στόμα σε στόμα να διαλαληθήόλους εκείνους τους απάνου μαχαλάδες ο καφενές και να συχνάζουναυτόν όχι μονάχα οι γερόντοι μα κι άλλοι πολλοί.

«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα!

Τότες του λέει κι' ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλος «Τ' Ατρέα γιε, έτσι νάμουνα θαν τόθελα κι' ατός μου σα στον καιρό όταν σκότωσα το θεϊκό Ρεφτάλη. Μα έλα που πάντα να! οι θεοί δε μας τα δίνουν όλα· 320 νιός τότε αν είμουν, με γερνούν τα χρόνια τώρα πάλι. Μα κι' έτσι εγώ με τα φαριά θα πάω, και θα βοηθήσω μ' αρμήνιες, όπως τόχουμε δικαίωμα οι γερόντοι.