United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι... Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω! Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια, Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της, Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.

Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπακάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πεταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυφομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά.

Ανάμεσα Αγίου Όρους και Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κύτταζα σα χαζός. — Δεν τάμαθες, λοιπόν, αφεντικό; Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι' αυτό. Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε-κάποτε λένε πως άνοιγε κ' η θύρα της σιγά-σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας.

Εσένα τα όνειρά σου, εσένα οι πόθοι σου κ' οι μεγάλες σου οι λαχτάρες, εσένα κ' οι θυμοί σου πάντα, γιατί πάντα σου το είχες αφτό, βλέπουνε την ιδέα, κ' η ορμή σου πάντα θα πεταχτή στα πιο αψηλά, τα πιο μεγάλα και τα πιο ωραία. Κάποτε στραβοπατείς, κάποτε δεν το ξεδιακρίνεις το καλό, μα φτάνει να σου το δείξουνε και το δίψασες αμέσως. Εσύ ξέρεις και την αγάπη. Εσύ είσαι πανόμορφη.

Μα τώχε βρη το γιατρικό· σε βράχο καθισμένος και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε. Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τι μ' αποδιώχνεις έτσι σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα, και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καϊμένος σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;

Αυτή γύριζε εκείνη τη στιγμή απ' τ' αμπέλια πέρα, καβάλλα στον ψαρή της, χωριατοπούλα όμορφη και δροσερή, αρχοντοπούλα ζηλευτή, γραμματισμένη περισσότερο απ' όλες τις φιλενάδες της. Ξεππέζεψε πεταχτή, τίναξε χαριτωμένα τ' άσπρο φουστανάκι της, και βρέθηκε στο πλάι του πατέρα της.

Όρθιος τότε εκεί πετάχτη ο Αχιλέας σαν ξαφνισμένος, κι' έτρεξε κι' απ' το δεξύ το χέρι μας πήρε μέσα στην αβλή, να κάτσουμε μας είπε, μας φίλεψε όλα τα καλά που συνηθούν με ξένους. Κι' αφού χαρήκαμε καλά το φαγοπότι, πιάνω 780 το λόγο εγώ, και νάρθετε σας έλεγα μαζί μας. Εσείς πολύ το θέλατε, κι' αμέσως τότε εκείνοι, κι' οι διο οι γερόντοι, αρχίνησαν πολλά να δασκαλέβουν.

Κι αλήθεια πολύ πιο νέος απ’ αυτή φαινόταν, κι όχι μόνον από τότε που τα τριαντάφυλλα στα μάγουλά της είχανε σβύσει, που τα μάτια της δείχνανε βαθουλωμένα κ’ είχαν πεταχτή ταυτιά της, κίτρινα σα φύλλα φθινοπωρινά.

Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και τον ήχον ηδυλάλου κώδωνος: — Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των, και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου, τινάσσουσα τα πτερά της εν χαρά.

Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.