United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, 15 των Τρώων είταν κεφαλή ο παινεμένος Πάρης, φορώντας παρδαλόπροβια στους ώμους και δοξάρι και σπάθα· και κοντάρια διο χαλκοπλισμένα σιώντας προκάλναε τάχα ομπρός να βγουν τα πρώτα παληκάρια των Αχαιών κι' αντίκρυ του να μετρηθούν στη μάχη. 20

Τόσο ούτε καν τον Αχιλιά δεν τρέμαμε ποτές μας που λεν πως είναι γιος θεάς· μα αφτός παραλυσσάζει, 100 και τέρι στην παλικαριά δεν έχει εδώ κανέναΕίπε, κι' εκείνος άκουσε τα λόγια τ' αδερφού του κι' αμέσως χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι. Και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό, και φώναζε να πολεμάν και σφάζουν, 105 και σήκωσε άγριο πόλεμο.

Είπε, και σιώντας τίναξε το γλήγορο κοντάρι 355 και χτύπησε τη στρογγυλή ασπίδα τ' Αλεξάντρου.

Κι' ο Έχτορας τον αδερφό σαν είδε που κρατώντας στα χέρια τ' άντερα έγερνε να πέσει, εφτύς σα ζάλη 420 τα μάτια του συγνέφιασε, και πια απ' τη μάχη αλάργα δεν τον βαστάς ν' αργογυρνάει, μον το βαρύ κοντάρι σιώντας στον Αχιλέα ομπρός, χοιμάει θαρρείς σα φλόγα.

Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. 210 Κι' εκείνος χάμου πήδησε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό και φώναζε να πολεμάν να σφάζουν, και σήκωσε άγριο πόλεμο. Γύρισαν τότε οι Τρώες και στάθηκαν των Αχαιών καταντικρύ με θάρρος. 214

Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.

Αφτά στα νου 'χε κι' έστεκε, και φτάνει ο Αχιλέας, 131 φτάνει κοντά σα φονικός θεριακωμένος Άρης σιώντας στη χούφτα τη δεξιά το φράξο το βουνήσο, φριχτό, και γύρω του ο χαλκός σα φλόγα αντιφεγγούσε καν φουντωμένης πυρκαγιάς καν ήλιου π' ανεβαίνει. 135 Τον βλέπει ο Έχτορας, δειλιάει κι' αφτού πια πού να μείνει! ... πίσω του αφίνει το καστρί και δρόμο αλαφιασμένος.

Είπε, και σιώντας τόρηξε· μα του Διός η κόρη με μια πνοή τ' αλάργεψε μακριά απ' τον Αχιλέα, φυσώντας το αλαφρά αλαφρά· κι' αφτό γυρίζει πίσω 440 και πέφτει χάμου, αφτού μπροστά στου Έχτορα τα πόδια. Χύνεται ο άλλος σα θεριό, με λύσσα κι' αλυχτώντας φριχτά· μα του τον άρπαξε ο Φοίβος, έτσι αμέσως σα δα θεός, και με πυκνό τον σκέπασε σκοτάδι.