United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα 150 όξω τον ήβραν παρακεί με τ' άρματα, κι' οι φίλοι γύρω κοιμούνταν έχοντας ασπίδες προσκεφάλια. Όρθια τα όπλα τους μ' ουρές στη γη είτανε μπηγμένες, αλάργα αντίφεγγε ο χαλκός σαν αστραπή του Δία. Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο 155 δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι.

Τι εγώ σας λέω πως πίσω να πάμε πρέπει· εδώ ξανά μεσόκαμπα δεν πρέπει 255 να μας ξανάβρει η χαραβγή, τι το καστρί είναι αλάργα. Τι έχτρα σαν είχε με το γιο τ' Ατρέα αφτός ο άντρας, πιο τότες είταν οι οχτροί στη μάχη του χεριού μας.

Ο Ήλιος απ' αλάργα Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει, Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση. Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.

Ου Βασίλ'ς είδιει τη βάρκα, απ' μπήκεν η γ'ναίκα σ' μαζύ μει τ' Καλκώρ' του γυιό, κη κάμανε κατά του Δασκαλειό να σουργιανίσ'νε. Μει φώναξε κη μένα κη μώδειξε αλάργα τη βάρκα, μα τσ' ανθρώπ' δεν τσ' είδια. Λέγαμει πως θελά γυρίσ'νε γλήουρα πίσου· ύστερα τσ' είδαμει κη κάμανε πέρ' απ' τ'ν Πούντα κη βγήκανε όξ' απ' του λιμάν'. Καρτειρούμει να γυρίσ'νε πίσου, δε γυρίσανε.

Τότε απαντάει κι' ο Σαρπηδός, των Λυκιωτώνε ο πρώτος «Τληπόλεμε, ναι χάλασε της Τριάς εκιός το κάστρο απ' τις ζαβάδες του λαμπρού αφέντη Λαομέδου, που κείνος όσο τούκανε καλό, τόσο με λόγια 650 αφτός τον πλέρωσε αχαμνά, και τ' άτια ναν του δώκει δε θέλησε, κι ας ήρθε εδώ για αφτά από τόσο αλάργα.

Τότες στη μέση οπλίστηκε ο άξιος Αχιλέας. 364 Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια 369 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα. 370 Κατόπι πήρε φόρεσε στα στήθια τα τσαπράζα, κι' έπειτα γύρω κρέμασε στους ώμους του τη σπάθα, χαλκένια ασημοκάρφωτη, και πήρε την ασπίδα, στέρια, που αλάργα η λάμψη της σα φεγγαριού φωτούσε.

Κι' ο Έχτορας τον αδερφό σαν είδε που κρατώντας στα χέρια τ' άντερα έγερνε να πέσει, εφτύς σα ζάλη 420 τα μάτια του συγνέφιασε, και πια απ' τη μάχη αλάργα δεν τον βαστάς ν' αργογυρνάει, μον το βαρύ κοντάρι σιώντας στον Αχιλέα ομπρός, χοιμάει θαρρείς σα φλόγα.

Κλεισμένοςτο χαρέμι Τ' ακούει ο Σουλτάν Μαχμούτ και ρυάζεται και τρέμει, Και τα πυκνά τα γένεια του τινάζει με λαχτάρα. Φωτιά, προστάζει και σφαγή και γύμνια και τρομάρα! Φεύγουν οι δόλιοι χριστιανοί πώς φεύγουν τα πουλιά, Όταν θολούρα τα βαρεί αλάργα απ' τη φωληά, Και μέσ' 'ςερμιαίς βαθειαίς γυρνούν και κρύβονται 'ςτά βράχια. Οι κάμποι μένουν έρημοι, καίγονται χόρτα αστάχυα.

Κι' όπως φουντώνει αχόρταγη φωτιά μεγάλο δάσος 455 στα κορφοβούνια, και θωρείς τη λάμψη μίλια αλάργα, όμια άστραφτε ως στον ουρανό περνώντας τον αιθέρα κι' η λάμψη απ' το θεόσταλτο χαλκό σα ροβολούσαν.

Ο Στρατής το Στοιχειόέτσι ακουγότανε τώρα σ' όλο το νησί, χρόνια και χρόνιαδεν αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ' αλάργα απ' τους ανθρώπους.