United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπαν, και τα φοβερά φορέσανε άρματά τους. 254 Κι' έδωκε στου Τυδιά το γιο ο άξιος Θρασυμήδης 255 δίστομο λάζοτι άφισε στα πλοία το δικό τουκι' ασπίδα, και του φόρεσε έναν ταβρήσο σκούφο με δίχως φούντα ή χάλκινα στεφάνια, π' απλοσκούφι τον λεν και των παλικαριών γλυτώνει τα κεφάλια.

Όλοι οι θεοί που βρίσκουνται στον ουρανό σ' ακούνε, κι' όλοι είμαστε αποταχτικοί· μονάχα αφτή δε θέλεις να περιορίσεις μια σταλιά, μον έτσι την αφίνεις, 880 τι είναι δικό σου γέννημα το διαστρεμένο πλάσμα! Να τώρα του Τυδιά το γιο, τον άπιαστο Διομήδη, τον έχει χέρι σε θεούς βαλμένα να σηκώνει. Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, όμως κατόπι σα στειχιό μου ρήχτηκε κι' εμένα.

Κι' αφτός, κοτρώνα του Τυδιά αρπάζει ο γιος στα χέρια, μεγάλο βάρος, π' άντρες διο σαν τους θνητούς τούς τώρα δε θαν τη σήκωνανμα αφτός την αλαφροπετούσε και μόνοςκαι του σφίγγει μια στο γοφό, εκεί που μέσα 305 γυρνάει στο γόφο το μερί και που το λένε γούβα· κι' η πέτρα τούσπασε η τραχιά τη γούβα, και στο γόνα 307 308 πέφτει, και μένει ακουμπιστός με τ' αντριωμένο χέρι στη γης, και νύχτα σκοτεινή του χύνεται στα μάτια. 310

Και σαν τον είδε ο ξακουστός λυπήθηκε Αχιλέας, και πάει στη μέση στέκεται και λέει αφτά τα λόγια 535 «Πιο πίσω ο πιο καλύτερος μάς έρχεται· μα ελάτε βραβείο εδώ ας του δώσουμε σαν που του πρέπει, αδέρφια, το δέφτερο· όμως του Τυδιά το πρώτο ο γιος ας πάρειΈτσι είπε, κι' όπως όριζε ναι τ' απαντήσανε όλοι.

Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, να! κοντά του προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει «Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας, 510 αν άλλοςπου μπορείθεός σηκώσει και τους Τρώες

Κι' ο γέρος ζύγωσε κοντά και τον ξυπνάει κλωτσώντας με το ποδάρι, κι' ανοιχτά τον μάλωσε έτσι κι' είπε «Ξύπνα! τι οργή ψοφολογάς, γιε του Τυδιά, όλη νύχτα; Ή δεν ακούς που κάθουνται σιμά οι οχτροί στα πλοία, 160 μόλις πια λίγα βήματα, στο καμποβούνι απάνου

Τότες του κάνει ο θεϊκός πολύγνωρος Δυσσέας «Γιε του Τυδιά, ασ' τις παίνιες σου και κατηγόριες τώρα· τι αφτά που λες, τα ξέρουνε εδώ οι Αργίτες όλοι. 250 Μον πάμε! η ώρα πέρασε, η χαραβγή σιμώνει, έγυρε η πούλια, βρίσκεται στο τέλος τώρα η νύχτα

Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Διομήδη, θρέμμα του Τυδιά, μυριάκριβό μου αδρέφι σύντροφο αν θέλεις, διάλεξεπάρε όπιον θες ατός σου235 τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους. Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος