United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε ο ισόθεος θνητός, και στ' όμορφο του αμάξι 310 έβαλε μέσα τα σφαχτά, κι' ανέβηκε κι' ατός του, έπειτα πίσω τέντωσε τα γιαλισμένα γκέμια. Σιμά του κι' ο Αντήνορας ανέβηκε στ' αμάξι. Αφτοί έτσι γύριζαν λοιπόν στο κάστρο ξαναπίσω· Κι' ο Έχτορας κι' ο θεϊκός Δυσσέας πρώτα πρώτα μετρούσαν την απόσταση.

Σε καθρέφτην ένας Γάτος 305 Άλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· 310 Αποπίσω ευτύς περνάει· Μον κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι. Σταματάει, συλλογιάζει, 315 Και ταράζει το κεφάλι·

Τότες στον Αία ο Έχτορας τινάζει το κοντάρι, που εκείνος τόδε απ' αντικρύ κι' απόφυγε το χτύπο 305 μόλις· μα του λιοντόκαρδου Βιφίτου γιο, το Σκέδη, των Φωκιωτών τον πιο γερό, που πύργο 'χε στημένα στο φημισμένο Πανοπιό, χωριών πολλών αφέντης, αφτόν βαράει κατάμεσα της κλείδας, κι' ήβγε ως πέρακάτου απ' τον ώμο προόριζα — τ' όπλου η χαλκένια μύτη. 310 Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Και παίρνει τότε η Θεανό το πέπλο και το βάζει στα γόνατα της Αθηνάς με τις χρυσές πλεξούδες, κι' έπειτα αρχίζει προσεφκή και δέηση να κάνει «Προστάτρα, δέσποινα Αθηνά, θεά μου δοξασμένη, 305 αχ του Διομήδη τ' άρματα κομάτιασ' τα, και κάνε κι' αφτόν να πέσει πίστομα μπροστά στο Ζερβοπόρτι, κι' αμέσως θα σου σφάξουμε ως δώδεκα γελάδες χρονιάρικες απείραγες εδώ στην εκκλησά σου, αν την πατρίδα σπλαχνιστείς κι' εμάς και τα παιδιά μας310

Είπε, και κόσμο χάλασαν γύρω απ' τα ζήτω οι Τρώες. 310 Ζαβοί! τι η Αθηνά το νου τούς πήρε απ' το κεφάλι, και πήγαν με τον Έχτορα και τους τρελούς σκοπούς του, μα με του Πάνθου ούτε ένας τους το γιο π' ορθά μιλούσε. Τότε έφαγαν μες στο στρατό.

Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα, 'που τόσοι Τρώες έρριξανεμέ χάλκιν' ακόντια, εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310 οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος• αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω».

Έτσι σα μάλωσαν οι διο με θυμωμένα λόγια, σηκώθηκαν, κι' η συντυχιά χωρίζει στα καράβια. 305 Κι' ο Αχιλέας πάγαινε των καλυβιών το δρόμο αντάμα με τον Πάτροκλο και τους δικούς του αθρώπους· κι' ο Αγαμέμνος έρηξε στη θάλασσα 'να πλοίο, και λαμνοκόπους διάλεξε ως είκοσι ανομάτους, κι' έμπασε μέσα τα σφαχτά του Φοίβου, και κατόπι έφερε μέσα κι' έκατσε την ώρια Χρυσοπούλα· 310 και μέσα τέλος αρχηγός μπήκε ο σοφός Δυσσέας.

Κι' οι Τρώες ίσια μαζωχτοί ορμούνε, κι' οδηγούσε ο Έχτορας με δρασκελιές μεγάλες, και μπροστά του πάγαινε ο Φοίβος, σκεπαστός με σύγνεφο στους ώμους, και σκιάχτρα αιγίδα χάλκινη στα χέρια του κρατούσε με κρόσσα γύρω ολόλαμπρα, που ο Ήφαιστος του Δία την έδωκε, ο λαμπρός χαλκιάς, ναν τη φοράει στη μάχη· 310 αφτή βαστώντας το στρατό μπροστά μπροστά οδηγούσε.

Ξέρεις τις άκρες τεχνικά να στρίβεις· μα έλα τ' άτια π' οκνά σού τρέχουνε, κι' αφτού θαρρώ ίσως πέσεις όξω. 310 Τώρα έλα, γιε μου, μην αργείς, μον σκέψου κάθε τρόπο 313 σκέψου καλά, μήπως τυχόν σου φύγουν τα βραβεία.