United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πεινώντας η Σωματοφυλακή απέξω, αρχίσανε να φωνάζουν κι αυτοί για να μπουν και να πάνε τουλάχιστο στην Αγορά να πορευτούνε. Οι δικοί μας όμως τους αντιστάθηκαν, ώσπου πιάστηκαν, και κει απάνω σκοτωθήκανε μερικοί. Ακούει ο Λουπικίνος, μεθησμένος εκείνη την ώρα πως οι άνθρωποι του Φριτιγέρνη χάλασαν τους ανθρώπους του, και προστάζει αμέσως να τους κόψουνε.

Πού και πού ερχότανε κι' ο Κυρ- Νικολάκης. — Αι! πώς τα πάμε, Κυρ-Νικολάκη, του λέω μια μέρα·Πώς να τα πάμε; Σαν τον κάβουρα. Κλεφτότοπος, παραλυσία. Χάλασαν κ' οι γυναίκες στον τόπο μας. Όλο εργολαβία και ξετσιπωσιά. «Η ανομία επληνθύνθη». Τον αγριοκύτταξα. Δεν άργησε να με καταλάβη. — Έννοια σου, παιδί μου. Δεν ανακατεύομαι πια. Εδώ που τα λέμε, ο Θεός μονάχα μας ακούει και τα ψηλά πλατάνια.

Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντετον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.

Πώς; σας είνε ολίγα; — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ' εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα. Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο.

Πήγα στο Κεχριέ τζαμί, άλλοτε εκκλησία, που στον πρόναο έχουν αφήσει οι Τούρκοι τα μωσαϊκά. Έχουν ανοιχτά χρώματα, πολλή ζωή και όχι πολύ σωστήν ανατομία. Τα άλλα ψηφιδωτά της εκκλησίας τα χάλασαν οι Τούρκοι, αλλά ο χότζας λέγει πως τα χάλασε η πυρκαϊά.

Ο Σαϊτονικολής εγέλασε, χωρίς να το θέλη, τούτο δε εξήψεν έτι μάλλον την χήραν και του είπε να συμμαζέψη το γυιό του, διότι και αν αυτή δεν είχε άνδρα, ήτο και μόνη ικανή να του τον στείλη καμμιά μέρα με σπασμένη την κεφαλή. Αφού είχαν δώση λόγο να πάρη την κόρη του Θωμά, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; Εκτός αν τα χάλασαν, ότε ... το πράγμα ήτο διαφορετικόν.

Είπε, και κόσμο χάλασαν γύρω απ' τα ζήτω οι Τρώες. 310 Ζαβοί! τι η Αθηνά το νου τούς πήρε απ' το κεφάλι, και πήγαν με τον Έχτορα και τους τρελούς σκοπούς του, μα με του Πάνθου ούτε ένας τους το γιο π' ορθά μιλούσε. Τότε έφαγαν μες στο στρατό.

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας, με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100 κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν· του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε, εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον, 'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον· εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105 «Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξετον Άδη; όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπούτην πόλιν άλλο δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων. μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110 ή εχθροίτην γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν; 'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι. και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115 Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα, να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβιατην Τρωάδα; κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».

Δεν είπε κανένας ναρνηθούμε τον Αλέξαντρο που κι αφτός, αν και τα χάλασαν οι διάδοχοι του κατόπι, σφιχτοκράτησε και σφιχτοένωσε στο χέρι του την Ελλάδα. Δεν είπε κανένας πως πρέπει ναποξεχάσουμε τον Όμηρο και το Σοφοκλήκαι γω λιγώτερο από κάθε άλλονα.