United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ την επήκουσα και τότε όλες οι γυναίκες θεωρώντας την φούσκαν που είχα εις το κεφάλι, εδόθηκαν εις μεγαλώτατα γέλοια, και να φωνάζουν τόσον, που με έκαμαν να καταντροπιασθώ.

Ενίοτε η δυσχέρεια του να προχωρώσιν ήτο τόση, ώστε οι λαμπαδάριοι ηναγκάζοντο να φωνάζουν: — Τόπον εις τον ευγενή Μάρκον Βινίκιον! Δια μέσου των ημιανοίκτων παραπετασμάτων, η Λίγεια διέκρινε τας ομάδας εκείνας τας σκοτεινάς και ανεσκίρτα άλλοτε εξ ελπίδος και άλλοτε εκ φόβου. «Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας!

Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!

Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή: — Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά: — Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.

Ο Βασιληάς ακούει, σηκώνεται και πολλή ώρα μένει ακίνητος. Επί τέλους ορμάει κατά τη Βασίλισσα και την πιάνει από το χέρι. Κείνη φωνάζει: — Έλεος, Μεγαλειότατε, καλλίτερα να καώ, καλλίτερα να καώ!» Ο Βασιληάς την παραδίνει. Ο Ύβαινος την παίρνει κι' οι εκατό λεπροί αναδεύουνε γύρω της. Ακούγοντάς τους να φωνάζουν και να γαυγίζουν γύρω της, όλες η καρδιές λυώνουν από οίκτο.

Περί τα εκατόν παιδία του δρόμου ανυπόδητα, τα οποία είχε στρατολογήσει προς μίαν πεντάραν το έν ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν έπαυσαν να φωνάζουν σπαρακτικώς: Ζήτω οι καλοί πατριώταις! Ζήτω ο Αλικιάδης! Ζήτω η νοικοκυρωσύνη!

Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν μεγάλως, και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου λέγει, με τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά σου πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην.

Μα όλοι αυθόρμητα κάνουν το σταυρό τους, σκύβουν το κεφάλι, μια φωνή και μια ψυχή φωνάζουν κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα : — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον! — . Όταν η λιτανεία έφτασε κοντά στον Τσαϊπά, σήκωσε κ' εκείνος το χέρι να κάμη το σταυρό του. Μα δεν τελείωσε. Το κόνισμα του φάνηκε παράξενο· κάθε άλλο παρά κόνισμα.

Ενθυμούμαι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κ' εμοίραζε καθ' εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπά Οικονόμου.

Αλλά την αυγήν όταν έπαυσαν, εμείς ανέβημεν εις το νησί εκείνο το ακατοίκητον και δεν είδαμεν άλλο εκεί παρά σπήλαια μεγάλα και φοβερά εις την θεωρίαν και πλησιάσαντες εις την θύραν ενός σπηλαίου, ηκούσαμεν μέσα μίαν βοήν, και ηχολογήν φοβερά, ώστε μας εβίασεν ο φόβος να φύγωμεν ογλήγορα· και αναχωρούντες απ' εκείνο το νησί, εις την αναμεταξύ οδοιπορίαν παρετηρήσαμεν ένα παράδοξον συμβάν· ήγουν αρμενίζοντας ημείς εις τα πέλαγος είδαμεν μακρόθεν ένα μεγαλώτατον κήτος και εκατάπινεν ένα πλοιάριον από το μέρος της πρώρας· τα κουπιά όμως το κατάρτι και τα σχοινιά του επεριπλέχθησαν εις το στόμα και τα δόντια του κήτους και δεν ημπορούσε να το καταπίη ολόκληρον· ως τόσον οι άνθρωποι από τον φόβον τους άρχισαν να φωνάζουν προς ημάς· «βοήθεια, αδελφοί, σπεύσατε διά να μας ελευθερώσητε».