Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Είμαι άλλος άνθρωπος, νέος άνθρωπος, Λες και ξαναβαπτίσθηκα. Εγώ που χρόνια τώρα δεν ηρώτησα για τους γονείς, για την γυναίκα μου, για την πατρίδα μου, αμέσως εζήτησα το πρωί να μάθω. Πώς μ' εξέχασες τόσα χρόνια, βρε καπετάν-Καλόγερε; του είπα. Δεν ξεύρεις πως είμεθα πατριώταις, πες μου, πες μου για τον πατέρα μου . . . πες μου για την γυναίκα μου! Και άρχισα να κλαίω».
Περί τα εκατόν παιδία του δρόμου ανυπόδητα, τα οποία είχε στρατολογήσει προς μίαν πεντάραν το έν ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν έπαυσαν να φωνάζουν σπαρακτικώς: Ζήτω οι καλοί πατριώταις! Ζήτω ο Αλικιάδης! Ζήτω η νοικοκυρωσύνη!
Είμαι εις μακρυνόν μέρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν έχω καμμίαν συγκοινωνίαν με άλλους πατριώταις που ευρίσκονται εις την Αμερικήν. Εάν ζη ο πατέρας ή η μητέρα μου, ειπέ τους να με συγχωρήσουν, διότι διά καλό πάντα πασχίζει ο άνθρωπος και εις κακό πολλαίς φοραίς βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φοραίς από κακαίς ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύν καιρόν εις τα σπιτάλια.
Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω: — Τι χαμπάρια, πατριώτη; Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε.
Διό την αγαθήν εξελέξω μερίδα κοινολογών μοι, εμπιστευμένοις πατριώταις, τα εχεμυθίας δεόμενα. Οι Γαλαξειδιώται οις συνεχώς επιστέλλεις μοι, πεφροντισμένως ενεργούσι, και αφ' ων έγνων αδύνατον αντί παντός τιμίου ούδ' ελάχιστον λόγον έρκος οδόντων φυγείν· ου μόνον τα σα, αλλά και τα των εν Μωρέα αδελφών γράμματα κομίζουσί μοι.
Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταις 'ς την Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασία 'ς την ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτη 'ς την ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκη 'ς την πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν