United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσα χρόνια που εγύριζε στην ξενητειά, κ' εταξείδευε με ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπήν δεν είχεν ιδεί. Παραπάνω από λοστρόμος δεν κατώρθωσε να φθάση. Άλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, απέκτησαν σκούναις και βρίκια, και δυο-τρεις μάλιστα ευρίσκοντο το σήμερον με μπάρκα.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε. Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταιςτην Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασίατην ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτητην ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκητην πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.

Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε; — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν συγκαινιασμένη;

Πλησίασε τον Έφις και στάθηκαν μπροστά στην κλειστή εξώπορτα των Πιντόρ. Πάνω στα σκαλοπάτια φύτρωναν τσουκνίδες. Ο ντον Πρέντου θυμόταν πάντα τη Νοέμι να στέκετε εκεί και να περιμένει στη σκιά. «Ωραία. Συνεννοηθήκαμε; Πρέπει να κάνεις όπως σου λέω, κατάλαβες;» «Κατάλαβα. Θα κάνω τα πάντα», είπε ο Έφις. Χτύπησε, αλλά κανείς δεν άνοιγε.

Και πάψε να υποκρίνεσαι, γιατί δεν έχουμε πια τίποτα να σου δώσουμε. Κατάλαβες, άθλιεΤότε ο Τζατσίντο τον κοίταξε κι αυτός με τη σειρά του από κάτω προς τα επάνω, με κακία και έκπληξη συνάμα, σήκωσε πάλι τα χέρια και φάνηκε σαν να ανυψώνεται από τη γη ορμώντας ολόκληρος κατά του Έφις, σαν τον αετό στη λεία του.

Να μη είμαστε σε καμμιά σκάλα να της πας αύριο ένα πιατάκι κόλλυβα, που ξημερώνει, κατάλαβες, ψυχοσάββατο! . . . ένα κεράκι να της ανάψης, κατάλαβες . . . Η υπενθύμισις αύτη ήτο έλαιον εις την πυράν. Εξήναψεν ο πόνος του πάλιν. Δεν εβάσταξε πλέον. Επέρασε την σακκορράφαν του εις μίαν πτυχήν του ιστίου και εγερθείς μετέβη εις το μαγειρείον ν' ανάψη ένα τσιγάρο, ως είπεν.

Λιάρες ανοιχτές-ανοιχτές, λιάρες ντιπ φλώρες, λιάρες σκουρότερες, λιάρες πιο σκούρες που ανατριχιάζεις να τις βλέπης. Ύστερα άνοστες, ξεκιτρινισμένες, σχεδόν κόκκινες, μα όχι κόκκινες, ένα είδος τρίχα από κόκκινο άλογοκατάλαβες; — ύστερα μαύρες ανοιχτές, μαύρες σκουρότερες, και μαύρες τέλος φονσέ! Καπότα φονσέ! Χα...χα... χα!... Και τι είδος σχήματα ύστερα!

Είπα να του παίξω καμμιά δουλειά, ν' αφήσω μια το σκοινί, που να του φανή ο ουρανός σφοντύλι... να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή... Μα ας έχη χάρι, λυπήθηκα το γάλα του κυρ- Αναγνώστη, ει δε μη, ένα τσομπανόπουλο ολιγώτερο, ένα περισσότερο, θελά χάση, κατάλαβες, η Πόλι...

Ποιος τα λέει αφτά; Εγώ; Θα το κατάλαβες και μοναχός σου, αναγνώστη μου Έλληνα, πως εγώ τέτοια δε συνηθίζω. Τα λέει ο στενός μας ο φίλος, γιατί δεν του φτάνει που μας χτυπά εμάς και την ιδέα μας, χτυπάει τώρα και το ρωμαίικο και τη ρωμιοσύνη μαζί.