Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Ο λοστρόμος όσο έβλεπε τον καιρό να βαστάς το χαβά του και άκουε την τρούμπα που πολεμούσε να προφτάση τα νερά και τα τριξίματα του καραβιού στο σκαμπανέβασμα μουρμούριζε ολοένα, δυνατά τώρα, μιλώντας στον Γερο-Φλώκο: — Έλα, Χριστέ και Παναγιά, με τούτο το κακό. Βρε μάτια μου, Φλώκο, κατάλαβες πως αυτός ο χριστιανός βάλθηκε να μας πνίξη; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.
Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα. Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα.
— Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά· τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται προσοχή και φρόνηση. — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου; — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του, αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και αύριο τα λέμε.
— Να με άφηνεν ο γέρος μου, θα μ' έπαιρνες; — Ακούς εκεί! φτάνει να θέλης. — Και δεν μπορούμε να τον καταφέρωμε; — Αυτό κεγώ προσπαθώ. — Αλήθεια; — Βέβαια. Δι' αυτό ομιλούμεν κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; — Ναι. Έχω ένα μήνα οπού τον παρακαλώ. — Δι' αυτό πηγαίνετε οι δύο σας μοναχοί και τα λέτε; — Σωστά. Δεν το κατάλαβες; — Πού να το καταλάβω; Και τον παρακαλείς να με αφήση;
Ο τυφλός χαμήλωσε μια στιγμή το κεφάλι, ψαύοντας το κομπόδεμα με τα κέρματα: δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από την απόφαση του αγνώστου. Τον ρώτησε μόνο: «Κι εσύ ζητιάνος είσαι;» «Ναι», είπε ο Έφις, «δεν το κατάλαβες;» «Εντάξει τότε, πάρ’ το, κράτα το εσύ.» Και του έδωσε το κομπόδεμα με τα χρήματα. Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο Από εκεί πήγαν στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.
Ο Γιαννιός το ίδιο. Σαν τον έβλεπε και κατέβαινε, άρχιζε τα χωρατά. — Ακόμα εδώ είσαι, Μοναχάκη; Παρακάθησες. Πότε θα σαλπάρης; — Δε μας σηκώνει η στερηά, Γερο-Μελιγκόνη. Όσο βαστάμε θα ταξιδεύωμε. Ο Γιαννιός τον πείραζε πάλι — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και δεν το κατάλαβες. Με τα μπλάστρια του Καπετάν-Πεφάνη πολεμάς να βασταχτής.
Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα, κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον, κατεβίβασε την μανδήλαν της. — Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα!
Κατάλαβες, φίλε μου, αν και χωρατέβω μαζί σου και γελώ, αν και σου γράφω πως αγαπώ το καλοκαίρι, γιατί μου θυμίζει τα χρόνια τα παλιά, ή πως μου αρέσουν ακόμη τα λουλούδια, γιατί μου θυμίζουν τη μυρωδιά της, κατάλαβες πως τέτοια χαρά, χαρά δεν είναι και πως χάθηκε, πως πάει η ζωή μου. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορούσα να μείνω, αν και το τραβούσε η καμένη μου η καρδιά. Δε γίνουνταν αλλιώς.
— Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα δέκατα θα ξεμπερδέψης! — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς; τ' ακούω, πες! — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες; — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;
Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω; Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν