Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Και τώρα ήλθεν ο καιρός δι' Αυτόν ν' αναχωρήση, και ν' αναχωρήση εν θλίψει. Άφηνεν εν τούτοις πιστάς τινας καρδίας όπισθέν του, αλλά πόσον ολίγας! Η Γαλιλαία Τον είχεν απορρίψει, ως η Ιουδαία τον απέρριψεν.

Άφηνεν όμως και την σύζυγόν του να φροντίζη διά τον αποστάτην και επροσποιειτο ότι δεν εγνώριζε και δεν εξήταζε πώς ετρέφετο και πώς ενεδύετο ο Μανώλης. Η Ρηγινιώ δεν έπαυε να νουθετή τον Μανώλην και να προσπαθή να τον συγκινήση διά την Πηγήν. Αλλ' έχανε τα λόγια της. — Αν έρχεσαι να μου μιλής για τη μουστακάτη, έλεγε με θυμόν ο Μανώλης, να μην έρχεσαι.

Εκάπνιζεν ένα ναργιλέν το πρωί, είτα μόλις άφηνεν από την χείρα το μαρκούτσι, και πάραυτα ήναπτε το τσιγάρον, κυττάζων άμα το ωρολόγιόν του και εγειρόμενος ίνα απέλθη.

Αλλά δεν εισηκούσθη, και ο Πεδάριτος μάλιστα είπεν εις αυτόν ότι ουδέ τα πλοία των Χίων δεν θα τω άφηνεν.

Τώρα, εάν είχε σύντροφον άλλον τινά παρά τον Πανταρώταν, όστις διετέλει εν διηνεκεί απουσία, θα τον άφηνε να φυλάγη την βάρκαν, και δεν θα την άφηνεν έρημην και ορφανήν. Και αν δεν την άφηνεν έρημην και ορφανήν, δεν θα ήρχοντο εν τη απουσία του κλέπται να του πάρουν ό,τι είχε και ό,τι δεν είχε. Τούτο δε ακριβώς συνέβη. Οι κλέπται εμβήκαν μέσα ως καλοί οικοκυραίοι.

Εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους επήγε πράγματι να κοιμηθή την νύκτα ο Πάπος. Το κενόν το οποίον άφηνεν ο τέταρτος τοίχος εφράττετο εν μέρει με έν παλαιόν καραβόπανον, το οποίον της είχε χαρίσει άλλος πάλιν γείτων. — Κ' εβάσταξε η ψυχή σου, μωρέ, να μην πας με τον πατέρα σου, που σε ήθελε; είπεν η Σειραϊνώ, άμα ούτος κατεκλίθη τυλιχθείς εις πάλαιαν τριμμένην βελέντζαν.

Προς τούτοις υπήρχεν εις τας Συρακούσας μία μερίς, η οποία θέλουσα να παραδώση την εξουσίαν εις τους Αθηναίους έπεμπε κήρυκας εις τον Νικίαν και δεν άφηνεν αυτόν να λύση την πολιορκίαν.

Άμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παληόσπιτον του γέρο- Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή-Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον.

Αλλ' αντί της αληθινής Φιλοσοφίας ευρήκα γύναιον χωρίς καμμίαν απλότητα, μολονότι εφαίνετο προσπαθούσα να φαίνεται αφελής και απεριποίητος. Εντός ολίγου διέκρινα ότι και την κόμην της ήτις εφαίνετο ατημέλητος δεν άφηνεν ακαλλώπιστον και το ένδυμά της δεν ήτο ανεπιτήδευτον• και ήτο πρόδηλον ότι και την ατημελησίαν εκείνην μετεχειρίζετο ως στολισμόν.

Αν θέλης να φύγης, φύγε. Τι σου ήλθεν; Η Αϊμά διηυθύνθη προς την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ήτο διπλούς υποκριτής. Ένθεν μεν προσεποιείτο ότι την άφηνεν αδιαφόρως να φύγη, ένθεν δε ότι την εμπόδιζεν εκ διαφέροντος. — Πού θα πάγης, κορίτσι μου; Είσαι στα καλά σου; Θέλεις να σε φάνε οι λύκοι; Και πού θα πας τέτοιαν ώρα μοναχή σου; ολομόναχη; Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' απεπειράθη να εξέλθη.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν