United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας έχουν τα χιλιόκαλα· τι το όφελος αν έχουν γρίνιες και μαλιές; Ο πειρασμός θα παίρνη το ψωμί από το στόμα των και τη χαρά από την καρδιά των. Έπειτα, δόξα τω Θεώ, αυτοί είχαν. — Θα κάμη και ταιριαστό αντρόυνο η Πηγή με το Μανώλη μας, είπεν η Ρηγινιώ, έτσα πούνε μεγαλόφυλοι κοι δυο. — Σ' όλο το ύστερο είνε και κρίμα να τήνε πάρη ο Τερερές ο σακάτης μια τέτοια κοπελιά.

Η Ρηγινιώ εισήλθε νήθουσα, εννοήσασα δε ότι έφθανεν εις πολύ ακατάλληλον στιγμήν, περιήλθε και αυτή εις αμηχανίαν, εκοκκίνισε μάλιστα και δεν ήξευρε τι να είπη.

Άφηνεν όμως και την σύζυγόν του να φροντίζη διά τον αποστάτην και επροσποιειτο ότι δεν εγνώριζε και δεν εξήταζε πώς ετρέφετο και πώς ενεδύετο ο Μανώλης. Η Ρηγινιώ δεν έπαυε να νουθετή τον Μανώλην και να προσπαθή να τον συγκινήση διά την Πηγήν. Αλλ' έχανε τα λόγια της. — Αν έρχεσαι να μου μιλής για τη μουστακάτη, έλεγε με θυμόν ο Μανώλης, να μην έρχεσαι.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής διέκοψε τον ρεμβασμόν της· ενθουσιασθείς από τας αναμνήσεις του, της εφώναξε να φέρη «μια σταλιά κρασί». Εις το τέλος δε και ο Μανώλης υπεσχέθη ότι θα έπαυε τας παρεκτροπάς και η Ρηγινιώ εξήλθε και έστρωσεν εις το δώμα, όπου εκοιμώντο αφ' ότου είχεν αρχίση να ζεσταίνεται ο καιρός. Την επιούσαν ο Μανώλης εξήλθε με αξιεπαίνους διαθέσεις.

Αυτή 'νε και στη χώρα μαθημένη κεμάς το παιδί μας είνε βοσκός, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Και πότε θαρθή, λέει, αυτή η σουρλάντα απού τη χώρα; — Σένα δυο μήνες, λέει. — Ας είνε, ο Μανώλης θα πάρη το Πηγιό. Τελειωμένη δουλειά, είπεν ο Σαϊτονικολής. Η συγκατάθεσις του Θωμά, του πατρός της Πηγής, ηδύνατο να θεωρηθή εκ των προτέρων βεβαία.

Κιάν ερχόντανε είντα θάκανε; Η Πηγή ήναπτε κέσβυνεν από την εντροπήν της, η δε Ρηγινιώ, διά να της δώση καιρόν να συνέλθη και να διευθετήση τα ενδύματα και τα μαλλιά της, επλησίασεν εις το παράθυρον και εστάθη αποθαυμάζουσα τα άνθη των γλαστρών θωπεύουσα δε ένα βασιλικόν και οσφραινομένη το άρωμά του, έλεγε: — Χαρώ τονε πως μυρίζει τούτοσές ο σγουρός βασιλικός!

Με αυτάς τας σκέψεις έφθασεν εις το σπίτι και ήτον έτοιμος να επαναλάβη προς τον πατέρα του τους λόγους του Αστρονόμου διά να γελάση, ότε ήλθεν απ' έξω η μητέρα του και εφάνη ανήσυχος και στενοχωρημένη. — Είντά 'χεις; την ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Δεν ακούς, είπεν η Ρηγινιώ, ο νεραϊδής ο Τερερές φοβερίζει και λέει πως ανέν πάρη, λέει, ο Μανώλης το Πηγιό ... — Είντα θα κάμη; Η Ρηγινιώ εδίσταζε.

Ας γενή μια λογόστεσι κιας περάση ύστερα κένας χρόνος και δυο, ώστε να γενή ο γάμος. — Άφησε και κατέχω 'γώ πως θα διάξω, είπεν ο Σαϊτονικολής, ως να του ήλθεν αιφνιδία έμπνευσις. Εκινήθη δε να εξέλθη, αλλ' η Ρηγινιώ τον εσταμάτησε. — Αλήθεια, εξέχασα να σου πω ένα πράμμα. Διηγήθη δε ότι, προ δύο ημερών, ενώ έπλυνεν εις τον ποταμόν, η χήρα η Ζερβούδαινα της έρριξε παραπετρές για το Μανώλη.

Αν και πρόωρος η εκλογή του υιού του, του ήρεσεν. Ίσως μάλιστα και περιελαμβάνετο εις τα περί του μέλλοντος σχέδιά τον. Προς την Πηγήν έτρεφεν ιδιαιτέραν συμπάθειαν και εκτίμησιν, ίσως διότι του ενθύμιζε την γυναίκα του, όπως ήτο η Ρηγινιώ όταν την ηγάπησεν. Η Πηγή ήτο δι' αυτόν το ιδεώδες της γυναικός, καλή νοικοκυρά εις το σπίτι και καλή δουλεύτρα εις τα χωράφια.

Η Ρηγινιώ εσιώπησεν, αλλ' οι φόβοι της δεν κατέπαυσαν εντελώς. Την είχε φοβίσει καθ' υπερβολήν η Ζερβούδαινα. Καθ' ά είχεν ακούσει η χήρα, ο Τερερές εφοβέριζεν ότι όχι μόνον θα έδενε τον Μανώλην, αν επραγματοποιείτο το συνοικέσιον με το Πηγιό, αλλά και θάβανε τα δεσίματα στο τουφέκι και θα επυροβόλει, διά να μείνη επί ζωής του άλυτος ο αντίζηλος.