United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι είχε πεμφθή επίτηδες δι' αυτήν παρά του κυρίου του, και αν επέστρεφε με κενάς χείρας, πολύ ήθελε τον λυπήσει.

Εκάθισε παρά την βρύσιν, απέμαξε διά της χειρός τον ιδρώτα από του μετώπου του, εστέναξε παρατεταμένως και διηπόρει τι ώφειλε να πράξη. Αδύνατον τω εφαίνετο να επανέλθη με κενάς χείρας προς τον κύριόν του. Τι να τω είπη; Να ψευσθή προς αυτόν ότι ο Λιμπέρης δεν ηθέλησε να τω δώση την φλοκάταν; Αλλ' ο γέρων αρματωλός ταχέως ήθελε μάθει την αλήθειαν.

Ενθυμείσαι, ποία βαθεία σιωπή έκλεισεν ευθύς τα ουχί συνήθως σιωπηλά στόματα των βουλευτών και ακροατών· ενθυμείσαι, πώς εισώρμησαν αίφνης διά μιας εις τας κενάς των έδρας οι απόντες, εχθροί του και φίλοι του, και κατέλαβον εν ησυχία τας θέσεις των, και ώπλισαν τα ώτα των διά των χειρών των, ίνα μη χάσωσι μίαν του συλλαβήν.

Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.

Ο στόλος εξωπλίσθη δαπάναις των τριηράρχων και της πόλεως. Το δημόσιον ταμείον έδιδε καθ' ημέραν μίαν δραχμήν εις έκαστον ναύτην και παρείχε τριήρεις κενάς, εξήκοντα μεν ταχείας, τεσσαράκοντα δε οπλιταγωγούς και πληρώματα δι' αυτά εκλεκτά. Οι τριήραρχοι, εκτός του εκ του δημοσίου μισθού, έδιδον εις τους ναύτας τους καλουμένους θρανίτας και εις τους κωπηλάτας επιμίσθιόν τι.

Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.

Ο Βινίκιος του έρριψεν έν βαλάντιον. Εκείνος το ήρπασε πριν πέση κατά γης. — Έπειτα ήγειρε την κεφαλήν και είπε: — Αυθέντα, γνωρίζω περί της υποθέσεως περισσότερα από όσα υποθέτεις. Δεν ήλθον εδώ με κενάς τας χείρας, είπεν, ενθυλακώνων το βαλάντιον. Ηξεύρω ότι η παρθένος δεν απήχθη από τους Αούλους, διότι ωμίλησα ήδη με τους δούλους των.

Ας γενή μια λογόστεσι κιας περάση ύστερα κένας χρόνος και δυο, ώστε να γενή ο γάμος. — Άφησε και κατέχω 'γώ πως θα διάξω, είπεν ο Σαϊτονικολής, ως να του ήλθεν αιφνιδία έμπνευσις. Εκινήθη δε να εξέλθη, αλλ' η Ρηγινιώ τον εσταμάτησε. — Αλήθεια, εξέχασα να σου πω ένα πράμμα. Διηγήθη δε ότι, προ δύο ημερών, ενώ έπλυνεν εις τον ποταμόν, η χήρα η Ζερβούδαινα της έρριξε παραπετρές για το Μανώλη.

Οι άνθρωποι ούτοι, των οποίων η μόνη ενασχόλησις ήτο το κυνήγιον και οίτινες πάντοτε επέστρεφον με θήρευμά τι, συνέβη ημέραν τινά να επανέλθωσι με χείρας κενάς. Ο Κυαξάρης όστις, ως έδειξε, παρεφέρετο εις το έπακρον, εφέρθη προς αυτούς σκληρότατα και απρεπέστατα.

Άπαξ πρωί-πρωί μεταβάσα εις τον ναόν εύρε πολλάς κενάς θέσεις εν τη πρώτη σειρά, κι' εγκαθιδρύθη αγέρωχος, ώσπερ κατακτητής, επί του φαιού δρυφάκτου με την απόφασιν να μη παραμερίση·παιδιά δεν είχε να κλαίνε ς' το σπίτιΚαι αν της ομιλήση κανείς, ή ο επίτροπος, να κάμη πως δεν ακούει.