United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσε πάνω μου, ως θύελλα, κιάρχισε να με φιλά αχόρταγα κιατέλιωτα στο στόμα, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Και τόσο μέσφιγγε στην αγκαλιά της, που θα πονούσα αν μάφηνε η ευτυχία μου να αισθανθώ πόνο. Έκανε σαν τρελλή και με κάθε φιλί μούλεγε και μια φράση πύρινη. Μια στιγμή μάλιστα, που μούδωκε στο στόμα ένα φιλί, αισθάνθηκα στα χείλη μου και μια ελαφρά δαγκωματιά.

Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.

Θε μου, δε λυπάσαι μπλειο τσοι χριστιανούς; Εξέχασές μας τσοι κακομοίριδες; Κιάρχισε κέκλαιγε. Σε λίγες ώρες απογέρασε από τη ψυχική του αγωνία. Και τόσο αποχυμένο και χλωμό ήτο το πρόσωπό του όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι, που η γυναίκα του νόμισε πως ήταν άρρωστος. — Όι, δεν είμ' αρρωστάρης, της είπε· μόνο εκουράστηκα.

Αλλά κι ο βοσκός τουφώναξε: «Βάλε μου το στ' αραγούλι, πέψε μου το στου Μαγούλη», κέφυγε. «Καλά, είπε κι ο παπάς, θα σου δείξω 'γώ, ζωντόβολοΚαι την άλλη μέρα γεμίζει έναν αραγό ξύδι και του τον στέλλει. Και ο βοσκός, νομίζοντας ότι το τουλουμάκι είχε κρασί, το γύρισε κιάρχισε να πίνη, να πίνη, σαν καταβόθρα, όσο που ένοιωσε το ξύδι να του θερίζη μέσα τα σωθικά.

Ντα δεν εστάθηκε, μόνο πήε κ' εκλειδώθηκε στο σπίτι του, είπεν ο Μανώλης κατακόκκινος. — Πριχού να κλειδωθή, όντεν εφοβέριζε, έπρεπε να του σπάσης την κεφαλή. Δεν έδιαξες ως έπρεπε. Μα άιντε, σου το συμπαθώ για πρώτη φορά ... Μα θέλω να πω πως από τότε σα επήρε μούρη ο Τερερές κιάρχισε να μάςε φοβερίζη κιαποπάνω. Ο Μανώλης είχε σηκωθή και αρπάσας το σπαθοράβδι του ώρμησεν έξω.