United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσε πάνω μου, ως θύελλα, κιάρχισε να με φιλά αχόρταγα κιατέλιωτα στο στόμα, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Και τόσο μέσφιγγε στην αγκαλιά της, που θα πονούσα αν μάφηνε η ευτυχία μου να αισθανθώ πόνο. Έκανε σαν τρελλή και με κάθε φιλί μούλεγε και μια φράση πύρινη. Μια στιγμή μάλιστα, που μούδωκε στο στόμα ένα φιλί, αισθάνθηκα στα χείλη μου και μια ελαφρά δαγκωματιά.

Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς. — Παναγία μου, να είναι το τελευταίον! Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα.

Την κόρην της την ανέτρεφεν η φιλόστοργος μήτηρ «μη στάξη, μη βρέξη» αυτή πονούσα, αυτή κοπιάζουσα και περιέπουσα αυτήν με την άλλην ψυχήν της την δευτέραν, ως είπομεν, την πραείαν ως Χερουβίμ. Την είδον ποτε να ξενοδουλέψη, να υπερβή το κατώφλιον του σαθρού οίκου; Ήτο αυτή ικανή να την ζήση, να την μεγαλώση.

Καμώνουνταν και τότες ή όχι; Κάπου κάπου συλλογισμένη την έβρισκες και κάθουνταν. Όλα τάχω παρατηρημένα. Τι συλλογιούνταν; Από το πρόσωπό της έφεγγε μια χαρά, μια χαρά σιγανή, μια ήμερη, ξέγνοιαστη χαρά· εμένα βέβαια δε συλλογιούνταν. Πώς μπορούσε να με συλλογιέται και να κάθεται ατάραχη, με τόση καλοσύνη στα μάτια; Απάθεια, απάθεια κι απονιά, εκεί που βασανίζουμουν και πονούσα.

Guy de Maupassant με την οξεία, τσουχτερή του ειρωνεία και το τραχύ και ζωηρό ύφος του αφαιρεί από τη ζωή και τα λίγα φτωχά κουρέλια που τη σκεπάζουν ακόμα και μας δείχνει τη βρωμερή, πονούσα κ' εμπυασμένη πληγή. Γράφει σκοτεινές μικρές τραγωδίες, όπου μέσα ο καθένας γελοιοποιείται, και πικρές κωμωδίες, που δεν μπορεί κανείς να γελάση μ' αυτές από τα δάκρυα που προκαλούν. Ο κ.

Ο νεοσκαφής τάφος με τον μαύρον ξύλινον σταυρόν, προς το ρίζωμα του οποίου είχον φυτρώσει, τις οίδε πώς, μεγάλη τις κουκκέα με δροσερά υπόφαια ως στακτωμένα φύλλα και ολίγα μαυροπράσινα μάραθα με τα κίτρινα άνθη των τα φουντωτά, ην ο τάφος της θειά-Ζωίτσας, ήτις απέθανε τρεις μήνας μετά το πάθημα της θυγατρός της, πονούσα βαθέως διότι έβλεπε χωλήν την ωραίαν θυγατέρα της.

Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως, τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως ημικοιμωμένη: — Παιδάκι μου, καλώς ήλθες! Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.

Η δυστυχία, η αδιαφορία, η ψυχρότης, η αυστηρότης δεν ισχύει να αποτρέψη ούτε να συνταράξη τας ευχρώμους θελκτικάς εικόνας, που δημιουργεί η διάνοια ακουσίως εκπλησσομένη και δειλιώσα προ μυστηριώδους επιβολής και δυνάμεως, πονούσα και επιμένουσα θαυμάζουσα και τολμώσα.

Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος.