United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοτες γύρναε, θόλωνε σαν τον καιρό κι' ο νους του, Και τρέμοντας, σαν άρρωστος οπού τ' άναφτ' η θέρμη, Έγερνε στ' άστρο της βραδιάς τ' αχτιδοστολισμένο Κ' έλεγε λόγια οπώδειχναν άσβεστο τον καϊμό του. — «Άστρι τ' απόσπερνου λαρό, γλυκόφωτο, πανώριο, Στην ωμορφάδα ασύγκριτο, στη λάμψη πρώτο απ' όλα, Που με τ' απόκλωσμα του ηλιού προβάλλεις μες τη ράχη Ανάερε λύχνε, ουρανικέ, οπ' άγγελος σε ανάφτει Να σημαδεύης ένωρα τον ερχομό της νύχτας, Για να ξεζεύη στ' όργωμα τα βώδια του ο ζευγίτης, Να γέρνη από τον ποταμό που πλένει η κορασίδα.

Ο γρύλλος ως τόσο, τρυπωμένος εκεί κοντά στο παράθυρο, έχυνε μέσα στην έρημη νύχτα ακόμα το ίδιο ακούραστο και μονότονο τραγούδι του. Τ' ΑΓΟΡΙ Στον Νίκο Λάσκαρη Από τ' ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού, που με φιλοξενούσε, απλόνουνταν στα μάτια μου όλος ο κάμπος, που τον διάβηκα την ημέρα, ομορφότερος και μεθυστικώτερος στο ηλιοβασίλεμμα της χινοπωριάτικης βραδιάς.

Ένας βαρυγλυκός... ένα εμπορικό!... Πέρα από το στενόμακρο βράχο που πίσω του κρύβεται το Γαλαξείδι, πρόβαλε το βαπόρι. Πρόβαλε μαύρο και κατάμαυρο μέσα στη γαλήνη της βραδιάς. Έβγαλε βραχνό το σφύριγμά του, κι αγκομαχώντας ήρθε και σταμάτησε προς το λιμάνι. Η ακρογιαλιά τότες αναταράχτηκε.

Καμμιά εικοσαριά λαμπρά αστέρια φεγγοβολούσαν σκορπισμένα στην αγκαλιά του, σα χρυσά καρφιά, το φεγγάρι έλαμπε αχνό, απλόνοντας στα ήσυχα νερά της λίμνης ένα τεράστιο αργυρό χέλι. Ολίγες ανθισμένες μυγδαλιές τρυγύρω σκορπούσαν στο κρύο αεράκι της βραδιάς ανάλαφρη μυρουδιά από πικρομύγδαλο.

Έβαλαν μέσα τους σ κ ο π ο ύ ς ανταριασμένους απ' τα μολύβια, έμπασαν μέσα τα τραπεζάκια και τα καθίσματα των αξιωματικών, μάζεψαν τις κάσες με τις σφαίρες, έβαλαν παράμερα σε μιαν αγκωνή τους γκράδες και τα σπαθιά, έρριψαν στερνή ματιά γύρω στον πλατύ κάμπο και στις ραχούλες που τις τύληγε αγάλι' αγάλια το πρωτοσκότιδο και της βραδιάς η αντάρα, και άναψαν τότες απόξω απ' τη σκηνή κοντά στην πόρτα της τη φωτιά με τα λιανόξυλα και τα προσανάμματα πόμασαν εκεί κοντά.

Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι. Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα.

Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος.

Κι όλο αυτό το δροσερό πανόραμα της εξοχής, άλλαζε κ' έπαιρνε στα μάτια μου όλα τα μεθυστικά χρώματα της χινοπωριάτικης βραδιάς. Το χωριό με τη μικρή πλατεία του, τριγυρισμένη από φουντωτές σκαμνιές, με τους χωριανούς, πόπιναν το τσίπουρό τους απόξω στα μαγαζάκια τους, με τ' αρχοντικά σπίτια του και τις φτωχικές καλύβες του, απλόνουνταν κάτω απ' το παράθυρο σ' απαλή γαλήνη.