United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' άσπροι απ' τη σκόνη οι Τρώιδες, κατάστεγνοι της δίψας, 540 ίσα για τ' αψηλό τειχί και για την Τριά οχ τον κάμπο φέβγανε, ενώ με τ' όπλο εκιός λες σα θεριό ακλουθούσε, και λύσσας φλόγα ανήμερης τούχε η ψυχή να σφάξει. Τότες πια τ' Άργους τα παιδιά το κάστρο θα πατούσαν αν το λεβέντη Αγήνορα δεν πύρωνε ο Απόλλος, 545 γιο τ' Αντηνόρου, αδείλιαστο πανώριο παλικάρι.

Έπειτα χάμου εφτύς πηδάει οχ το πανώριο αμάξι γοργάλαφρος, και στο ζυγό το καμοτσί του γέρνει. 510 Μηδέ έχασε ώρα ο Στένελος, μον τα βραβεία αμέσως αρπάει, και σ' άξιους παραγιούς νια και τριπόδι δίνει μέσα ναν του τα παν, και λει τ' αλόγατα απ' τ' αμάξι.

Δε μπορεί να νοιώση πώς γίνεται σ' ένα πανώριο σώμα να κατοική τόσο ξετσίπωτη ψυχή. Και όμως γίνεται, γέροντά μου, γίνεται. Και θα γίνεται όσο βαστάει ο κόσμος.... Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι βρίσκεται σήμερα ο Άλταης ο Χαγάνος και βρίσκεται σε κακή διάθεση. Όχι σ' όλο το σπίτι παρά σ' ένα δωμάτιο. Απόξω φαίνεται γερό· μέσα όμως είνε χάλασμα το περισσότερο. Τα καλήτερα χωρίσματά του είνε ακατοίκητα.

Τι είχε σκοπό στους Αχαιούς και Τρώες να στείλει ακόμα στεναγμούς και πίκρες και πολέμους. 40 Και ξύπνησε, κι' η θεϊκιά φωνή είτανε χυμένη γύρω, κι' ορθός κάθεται, και βάζει το πανώριο σκουτί, καινούργιο μαλακό, και την πλατιά του κάπα, κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά του πόδια, κι' ασημοκάρφωτη κρεμάει γύρω στους ώμους σπάθα· 45 έτσι, κρατώντας το ραβδί το γονικό στα χέρια, τ' άλιωτο πάντα, κίνησε για το καραβοστάσι.

Έπεσαν δυο του τόπου από του Τρύφου την παρέα. Ο Μποτσονάς ο Βάκης από τους άλλους. Άξιο πανώριο παληκάρι του χωριού, του Τρύφου ο γκαρδιακός ο φίλος, που εξεψύχησε κάτω από δυο βαριά χτυπήματα της κάμας της αδερφικής του φίλου του ο Βάκης. Γιατί ήταν, βλέπεις, με άλλη παρέα ο καθένας τους.

Κι' εκείνος σα λιοντάρι λες βγαίνει όξω απ' την καλύβα, όχι μονάχος, πάγαιναν διο παραγιοί μαζί του, ο Αφτομέδος κι' Άλκιμος, οι διο τους π' αγαπούσε πιο απ' όλους, τώρα ο Πάτροκλος που τούχε πια πεθάνει. 575 Αφτοί ξεζέβουν τ' άλογα κι' ακούραστα μουλάρια και μπάζουν τον τρανόφωνο κράχτη του γέρου μέσα, του λεν να κάτσει, κι' έπειτα απ' το πανώριο κάρο παίρνουν την πλούσια ξαγορά του φημισμένου Εχτόρου.

Πρώτος τους τάδε ο Δομενιάς, των Κρητικών αφέντης, 450 τι παρακεί σε ξέφαντο καρτέραε καθισμένος. Φωνή από πέρα εκεί άκουσεκαι τόνιωσε πιανού 'τανκι' είδε σε λίγο τ' άλογο μπροστά που πιλαλούσε, πανώριο, κόκκινο παντού εξόν πούχε άσπρη βούλα λες σα φεγγάρι στρογγυλή στο κούτελο γραμένη. 455

Μηδ' άλλος τον αμέλησε κανείς τους, μόνε ομπρός του κρατούν τις ομορφόκυκλες ασπίδες, και κατόπι τον παίρνουν κι' όξω οχ τη σφαγή στα χέρια τους τον βγάζουν, ως πούρθαν στα γοργά άλογα που καρτερούσαν πίσω 430 όξω απ' τη μάχη μ' αμαξά και με πανώριο αμάξι, κι' έτσι τον παν προς το καστρί ενώ βαριά βογγούσε.

Απ' όλους εκεί μέσα, κανείς δεν άξιζε σαν τον δικό της. Άστραφτε από την ωμορφιά κι από τη ντυμασιά του. Πώς παίζει το ρουμπίνι στο δάχτυλο του κυρίου; — Έτσι παίζουν τα μάτια στο πανώριο πρόσωπο τ' αγαπημένου της. Πώς λάμπει ο χρυσός σταυρός στο λαιμό της κυρίας; — Έτσι λάμπει το χαμόγελο τσα τζιτζιφένια χείλη του καλού της. Βασιλικός στη γλάστρα είνε το κορμί του μέσα στη στολή.

Το είπα, κι ως τόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδεισος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλλα χαριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ως τόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβάσουμε, να ξεσκάσουμε. Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούραστα.