United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Κ' οι Τούρκοι αυτοί με σκιάζονται, » Κι' αυτοί οι συγγενείς μου. » Ρωτάτε τα παιδάκια μου, » Ρωτάτε το Μουχτάρη, » Και το Βελή ποιος τάφαγε! » Μ' ελέγανε λιοντάρι » Όλοι μου η Αρβανητιά, » Κι' αυτ' οι καταστροφείς μου!» « Σουλτάν Μαχμούτ με διέταξε, » — Φορμή κ' εγώ ζητούσα — , «'Σ της Πλησιβίτσας το χωριό, » Τ' άστατο να προσέχω. » Κ' εγώ που τίγριδος καρδιά » Κ' εδώ ακόμα έχω » Το ερημόνω.

Γύριζα πρόβατο χαμένο πριν και στην ασέλγεια παραδομένο είχα το σώμα μου, σ' επιθυμίες, σε οινοφλυγίες, πότους και ειδωλολατρείες αθέμιτες· μα τώρα τα έχω ανοιγμένα τα μάτια, γιατί ο Αντίχριστος, ίδιο λιοντάρι πεινασμένο μουγκρίζει, έτοιμος το στόμα του ν' ανοίξη κορμιά ανθρώπων να ρουφήξη. Θέλω στο πλευρό μου άντρα μου κάθε νύχτα να σε νοιώθω.

Τι ακόμα λίγοι τρέχανε, σα βόδια μες στον κάμπο που πάει λιοντάρι στην καρδιά και τα σκορπάει της νύχτας, όλα, μα η ώρα του η στερνή μονάχα ενός σημαίνει, που με τα δόντια του τ' αρπάει και το λαιμό του σπάζει 175 πρώτα, κι' απέ όλα χάφτει του τα σπλάχνα κι' αίματά του· έτσι τους Τρώες πάντα ο γιος τ' Ατριά τους κυνηγούσε και τον πιο πίσω σκότωνε.

Σαν είδε όμως άξαφνα τους Ούνους και χαλνούσαν τον κόσμο περίγυρα, από ποιόν άλλονα να ζήτηση βοήθεια παρ' από το Βελισάριο; Αν και γέρος πια τώρα εκείνος, αν κι αποκαμωμένος και βαριεστημένος, σα λιοντάρι όμως σηκώθηκε να πολεμήση τους Ούνους.

Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει· Παράμερά τους βλέπουν Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι' ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή.

Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώτο πλάι του Ζαβέλα! Γιατί αχ! ράσο να φορώ και όχι φουστανέλλα! Γιατί λιοντάρι εγώ βουνού να κόψω μοναχός μου Τα 'νύχια, την ανδρεία μου! Γιατί ναρθώ να ζήσω Καλόγηρος, αγνώριστος και ταπεινός, να κλείσω Τα μάτια μουτην ερημιά εδώ μακρυά του κόσμου!., Αγαπημένα Γιάννινα, πώς σας πονώ μακρυά σας!

Τηνέ σέρνεις κατά το πάθος; Σα λιοντάρι ξεχυμίζει να το ξεμερδίση το ταίρι του. Τίποτις άλλο να σου πω δεν έχω, παιδί μου, όλα του κάκου είνε σαν δεν τηνέ βαστάς πιδέξια στο χεράκι σου αυτή την τριχίτσα. Αρετ. Έννοια σου, μάννα, κι α δεν είνε για την αγάπη του, για τη δική σου την αγάπη θα τα θυμούμαι τα λόγια σου.

Πούθε ν' αρχίσω να θρηνώ, ποιος μου τον έχει φέρει; Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε· θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθ' η αγάπη

Τότες αφίνει το νεκρό, και γύρναε στους δικούς του τηρώντας πίσω, θάλεγες λιοντάρι σαγωνάτο, π' από βουστάσι με φωνές το διώχνουν και με φράξα 110 χωριάτες και μαντρόσκυλα, και του θεριού στα στήθια βράζει η καρδιά του κι' άθελα οχ το μαντρί αλαργέβει· έτσι οχ τον Πάτροκλο έφεβγε κι' ο καστανός Μενέλας.

Μον ίσα τ' άλογά σας απάνου τους, για ν' ακουστεί στον κόσμο τ' όνομά σας290 Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. Πώς αμολάει ο κυνηγός μες σε λαγγάδι σκύλους πίσω από ασερνικό καπρί ή σκιαχτερό λιοντάρι, έτσι έστελνε κι' ο Έχτορας τους αλογάδες Τρώες να κυνηγήσουν τους οχτρούς.