United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΡΕΟΥΣΑ! Τούτο θα ειπώ, τη συφορά να σου τη φανερώσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πως τον κράτησες κρυφό του Απόλλωνος το γάμο; ΚΡΕΟΥΣΑ Εγέννησα• περίμενε και θα τ' ακούσης, γέρο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού, ποιός σε ξεγέννησε; εγέννησες μονάχη; ΚΡΕΟΥΣΑ Μονάχη, μέσα στη σπηληά που είχα γνωρίση εκείνον. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Που είνε το παιδί,—να ειπής και συ παιδί πως έχεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Πέθανε, γέρο• στα θεριά μονάχο το είχ' αφήση.

Καλά ντε, καλά, μη βρίζης κι όλας, είπε η γριά αρχίζοντας ν' αγριεύη, καλά ντε, που μας κουβαληθήκατε πάλι για κωλόκουρο, πεντοφραγκάδες, που για ένα τάλληρο, για τα σύλληπτρα γίνεστε θερία ανήμερα..... Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, έβγαζε αφρούς απ' το στόμα. — Σκάσε, παλιόγρια, μη σ' ανοίξω σαν πετάλι, το σταυρό σου!....

Θα μπορούσε να μας πάη σε μέρος όπου ο γυρισμός δεν θάταν εύκολος». Τον αφήνουν και γυρίζουν πίσω. Το δάσος αντιλαλούσε από τα γαυγητά του Χουσδάν, κι' από μακρυά ο Τριστάνος, η Βασίλισσα κι' ο Γκορνεβάλης τον ακούνε· «ο ΧουσδάνΤρομάζουν: δίχως άλλο ο βασιληάς τους κυνηγάει, σαν άγρια θερία, με λαγωνικά. Βυθίζονται σε κάτι πυκνά φυλλώματα.

Το ημισεληνοειδές κοντάκι του περιέβαλλε στενή αργυρά λωρίς· επί της μιας αυτού πλευράς εφέρετο χρυσούν καρυόφυλλον, λεπτοτάτης εργασίας, κ' επί της άλλης πλαξ αργυρά, αναγράφουσα το ιερόν σύμβολον και την αγέρωχον διαμαρτύρησιν του κλέφτου κατά του τυράννου του: Πασά μου έχω το σπαθί, Βεζύρι το ντουφέκι· Κάλλιο να ζω με τα θεριά Παρά να ζω με τούρκους.

Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων, όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν. Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι, κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος• και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575

Σπρώχνε, βορειά, το κύμα Να φάη την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστής μια μέρα Να ιδής τη νεκροθάλασσα το βράχο ν' αγαπήση. Θαγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα Θα χλημητίσουν φοβερά, κι' ο άνεμος θα πέση. Σαλάγα τους Ομέρπασα! Μάτονε τη βουκέντρα Να τρέχουν τα καματερά. Θα νάρθη εκείν' η ώρα Που αγριεμένα θα τα ιδής.

Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του.

Κι' ότι έφτασαν στου Μενεστιά τον πύργο ροβολώντας μέσα απ' το κάστροκαι δεινά τους ήβρανε σφιγμένουςνα! τότε οι άλλοι σα θολή τις πολεμίστρες μπόρα 375 ανέβαιναν, των Λυκιωτών οι στρατηγοί κι' αρχόντοι· μα αφτοί τούς πέφτουν σα θεριά και το πελέκι αρχίζει.

Μέσα στη μανία εκείνη του όχλου, που λες και θεριά ξελύθηκαν κ' έτρεχαν από παντού, όχι μια, παρά τρεις πυρκαγιές άναψαν τότες στη Νικομήδεια. Φώναζε ο Γαλέριος πως οι Χριστιανοί τις έβαλαν, αποκρίνουνταν οι Χριστιανοί πως ο Γαλάριος έφταιγε.

Ξέρω, ξέρω τι έπαθες, Πατρίδα τρελλή και ξεμυαλισμένη! Είναι χρόνια και χρόνια που ξελαγιάστηκες! Σ' ατίμασαν αμέτρητα έθνη! Έμεινε η ομορφιά σου, μα η καρδιά σου δεν είναι η πρώτη καρδιά· και κάθεσαι τώρα και τα παχαίνεις αυτά τα θεριά. Το ξέρεις πως θρέμματά σου δεν είναι, πως κόλλησαν απάνω σου καθώς ψώρα.