United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα βγήκε ο Παπα-Παρθένης μοναχός του, κοκουλωμένος από κεφαλής με το βαρύ του σάλι. Χονδρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν απ' τον ουρανό, ένας αέρας ξαφνικός τίναζε δυνατά τα κλαδιά των δένδρων, η μπόρα ήτανε έτοιμη να ξεσπάση. Ο Παπα-Παρθένης κατηφόρισε βιαστικά το δρόμο.

Εγώ εις αυτούς τους ανθρώπους, αν είχα εξουσίαν, θα έθετα φίμωτρον. Έγεινε δύο η ώρα, κι' ο Γούμενος εκοιμάτο κι' ο κόσμος εκρύωνεν. Ο Γιώργης το Μπονακάκι μου προσεφέρθη να υπάγη να ξυπνήση τον Γούμενον. — Όχι, μην τον ξυπνάς. Δεν έχομε θάρρος στον άνθρωπον. Πάμε μέσα, κ' εγώ θ' αρχίσω τον «Πολυέλεον», διά να πάρω την μπόρα . . . δηλαδή διά ν' αναλάβω την ευθύνην.

Τα μέτρα είταν καθαυτό γνωστικά, είταν το νερό της βροχής. Μα ο απότομός του τρόπος, καθώς κι ο θυμός του εκείνος, καθώς θα δούμε, όρια δεν είχε, μοιάζανε μπόρα μονάχη. Κ' έτοιμοι πάντα οι Αυλικοί του ναποδεχτούν την ορμή της και να τηνέ χύσουνε σαν αγριεμένα ποτάμια μέσα στον κακόμοιρο το λαό. Είναι θλιβερά τα δυο μεγάλα δυστυχήματα που προξένησε ο ανοικονόμητος ο θυμός του.

Και με άρπαξες, αλλά όχι όπως η μπόρα την που διψά γι' αντάρες νέα ψυχή· με δρόσισες καθώς δροσά τη χώρα η καρπερή ανοιξιάτικη βροχή· απλή και ταπεινή, μα πλουτοφόρα σε μια ζωή ήρθες σκοτεινή, φτωχή, την άνοιξες στον ήλιο, στη γαλήνη που σε όσους αγαπά ο θεός τα δίνει.

Αρίθμητ' άλογα και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά. Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ' άγριο χαμόγελο. — Πέρασαν κι από δω· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα. . . .

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Α, μπα! δεν θέλω καμμιά να βγάλη η κεφαλή μου γνώμη μεγάλη• στρεψοδικίες θέλω ν' αρχίσω, τους δανειστάς μου να ξεγλιστρήσω. ΧΟΡΟΣ Κι' αυτό που θέλεις θα κατορθώσης• μεγάλο πράμα δεν μας ζητάς• αρκεί μονάχα να παραδώσης τον εαυτό σου στους σοφιστάς. Α, σας πιστεύω• θα το κάμω γιατ' η ανάγκη με βαστά για τάλογα τα σφραγιστά, ακόμα και γι' αυτόν το γάμο, που μου 'φερε μεγάλη μπόρα.

Γι’ αυτό και συ γοργά διαλέγοντας τους πρώτους απ’ το στρατό, τάξε τους στων πυλών τους δρόμους. Γιατί ο στρατός πάνοπλος των Αργείων τώρα κοντοζυγώνει, επλάκωσε, τους κάμπους χραίνει ο άσπρος αφρός σταλάζοντας απ’ των αλόγων το φυσομάνημα. Μα εσύ σαν τιμονιέρης άξιος του καραβιού, το κάστρο να στεριώσης πρι να μανίση η μπόρα του πολέμου, κι άκου! κύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των.

Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρανα δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.

Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι' ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος αποκάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ' η κακή μπόρα. Κι' όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος 'ςτόν κακό σκοπό πώβαλε με το νου του να γκρεμίση το χαμηλό πατρικό του και να ζητήση αλλού παλάτια και περηφάνιες.

Κλεφτρίνες, πλειο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'! Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα, κι' όλες η νοικοκυράδες κι' η αργατίνες η παρακατινές, που μάζευαν της εληές στον κάμπο, εφορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κ' έτρεχαν για το χωριό, αυτές η δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κ' η Τούρκα, η μάνα της, έπαιρναν της κόφες τους κ' έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλειο....