United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μέσα εκεί σαν σε λεβέτι αγάνωτο έβραζε και το ανακάτωνε για χρόνια ως που το έρριχνεν έξω φαρμάκι και χολή. Ο Ανέστης όμως δεν έδινε προσοχή σ' αυτόν τον χαραχτήρα του συντρόφου του. Όταν ήθελε να γελάσηκαι το ήθελε τόσο συχνά ο αγιοχώματος! — έλεγε τον λόγο του, αδιάφορο και αν επλήγωνε κανένα. Είχε να ειπή για τους Κεφαλλωνίτες όπως και για κάθε τόπο της Ελλάδας.

Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος αποκάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ' η κακή μπόρα. Κι όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος 'ςτον κακό σκοπό πώβαλε με το νου του να γκρεμίση το χαμηλό πατρικό του και να ζητήση αλλού παλάτια και περηφάνιες.

Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν κάτω απ' τα δένδρα. Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα, τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτεροτόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδεςτόσο ήταν αγαπημένες!

Είθε να έρριχνεν οπίσω της το κακόν εκείνη που εγέννησεν άλλοτε τον Πάριν πριν κατοικήση τας υπωρείας της Ίδης, όταν εφώναζεν η Κασσάνδρα, καθισμένη κοντά εις την προφητικήν δάφνην, ότι έπρεπε να φονευθή, διότι έμελλε να γεννήση την δυστυχίαν της μεγάλης πόλεως του Πριάμου. Προς ποίον δεν ήλθε; Ποίον από τους δημογέροντας δεν παρεκάλεσε να φονεύση το βρέφος;

Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι' ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος αποκάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ' η κακή μπόρα. Κι' όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος 'ςτόν κακό σκοπό πώβαλε με το νου του να γκρεμίση το χαμηλό πατρικό του και να ζητήση αλλού παλάτια και περηφάνιες.

Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370 χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν. κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφούτα χέρια πήραν, κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης, ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη, το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375 και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση. και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα, χορόν κατόπιν άρχισαντην γην την πολυθρέπτρα, συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380

Και πέραδώθε βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη και χρώματα μύρια, με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα φύσεως αγνώστου και ζωής. Αλλά για εκείνα δεν εφρόντιζεν ο πατέρας σου. Ο σπόγγος ήταν εμπρός του και δεν έφευγε πλέον. Έρριχνεν αδιάκοπα στο δίχτυ του. Τόρα τάχα σε τι θα παραπονεθή ο Πίπιζας;

Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον παρά διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις τον τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την αρχήν, ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.