United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάνω στο μονόξυλο μια νεράηδα ψηλή κρατούσε ανάερα μια κιθάρα. Οι χορδές κάτω από τα λευκά της δάκτυλα στάζανε τα μυστικά μάγια στης λίμνης τα νερά. Τότε ο γέροφιλόσοφος κατέβηκε απ' τον ψηλό πύργο. Μέσα στα σκοτεινά του στήθια ένοιωθε να πλημμυρή ένα κατάλευκο φως. Άφησε τα σκονισμένα βιβλία, τις σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Και κατέβηκε κάτω στον κάμπο.

Έπειτα ιχνογράφονται ανάερα σταυροί, ξεφτέρια, τόρτσες, φανάρια και χρυσοΰφαντα λάβαρα. Σε λίγο ξεχωρίζουν κεφάλια και ώμο, πλήθος, τουλούπες μαλλιά και γένεια, πρόσωπα χλωμά και μάτια θαμπωμένα, σαν αγιογραφία στον τοίχο βυζαντινού ναού.

Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα.

Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.