United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα το Διομήδη η άγρια σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει «Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα110 Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.

Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.

Το ακούν και τρέχουν οι γιατροί με τα γιατροσόφια, οι γιάτρισες με τα βότανα, οι δερβισάδες με τα ξώρκια και τους ψαλμούς, οι παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα θαυματουργά εικονίσματα. Μα όλα τίποτα δεν ημπορούν να κάμουν στην πικρή αρρώστια της πεντάμορφης. Λυώνει και σβύνει σαν τον ανθό στο ανθογιάλι του. Πάνε τα κάλλη, πάνε και τ' αρώματα.

Με τη βόλτα, η κάπως πικρή ευθυμία των συντρόφων του πέρασε και στον Τζατσίντο. «Πάμε στο θέατρο, θείε Πιέτρο; Αυτή την ώρα στις πόλεις της Ιταλίας αρχίζει η ζωή και η διασκέδαση. Μπροστά από τα θέατρα περνούν πολλές άμαξες, σαν μαύρο ποτάμι. Βλέπει κανείς ακόμη και κυρίες να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους….» Ο Μιλέζος γέλασε τόσο που τον έπιασε λόξιγκας.

Ώρα κακή, που ο Καιρός χειρότερην δεν είδε εις το ταξείδι το βαρύ του μακρυνού του δρόμου! Ένα το είχα μοναχόν, μονάκριβον παιδί μου, αυτό η μόνη μου χαρά, παρηγορία μόνη, κι' ο Χάρος απ' τα 'μάτια μου, ο άπονος, το 'πήρε! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω πίκρα! ω πικρή, πικρή, κατάπικρη ημέρα! ημέρα βαρυορίζικη, πικρή, πικρή ημέρα, οπού πικρότερην ποτέ δεν είδα ‘ς την ζωήν μου!

Στίχων που είχαν διπλή σημασία για τους θεατές, γιατί θυμούνταν τις τελευταίες λέξεις που φώναξε η μητέρα του Ριχάρδου από πίσω του, όταν εκείνος εβάδιζε προς το Bosworth: «Γι αυτό λοιπόν νάχης την πιο πικρή κατάρα μου, που την ημέρα της μάχης να σε κουράση περισσότερο κι από την πλήρη πανοπλία που φορείς».

— «Γιατί αυτό δεν είνε εργοστάσιο, είνε... με συμπάθειο. »Αντί να μου πη και &σπολλάτη&, θύμωσε... «Μωραίνει Κύριος...», βλέπεις. — «Εσύ να κυττάξης τη δουλειά σου», μου λέει »Με πήραν τα μπουρίνια. — «Η δουλειά μου δεν είνε να βαστάω το φανάρι, του λέω. Σα θέλης να το βαστάς του λόγου σου, αλλάζει το πράμμα. »Η αλήθεια είνε πικρή. Έφυγε μουρμουρίζοντας και μούστειλε την εξόφλησί μου να φύγω...

Γιόνε αφού μούδωκε λαμπρό της δόλιας να γεννήσω, πρώτο λεβέντη, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρία τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες 440 μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά ναν τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.

Και πήδηξε απ' τον πόνο85 τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκόςκαι τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους μες στο κυνήγι.

Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.