United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ονείρατά τους ξέχασε ναν τους ξηγήσει ο γέρος 150 σαν ξεκινούσαν, κι' έπεσαν στα χέρια του Διομήδη.

Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν. 205 Σε διο απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη και το Μενέλα, και τους διο τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.

Έτσι είπε, κι' όλοι παίνεσαν το λόγο οι βασιλιάδες, 710 και τον αλογομερωτή καμάρωσαν Διομήδη. Και τότες στάζουν και σκορπούν τριγύρω στα καλύβια, κι' εκεί πλαγιάζουν, μια σταλιά τον ύπνο να χαρούνε. Κι' οι άλλοι στρατηγοί κοντά στα πλοία, καρωμένοι από βαθύ ύπνο μαλακό, ολονυχτύς κοιμούνταν· μα πού τ' Ατρέα ο άξιος γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, να κλείσει μάτι που πολλές τον μαρτυρέβανε έγνιες!

Και τόδωκε του Δήπυλου, του γκαρδιακού του βλάμη325 π' απ' όλους πιο καλύτερα τον είχε τους συντρόφους, κι' είχαν μια γνώμη πάντα οι διοστα πλοία ναν τ' αφήκει· κι' ο ίδιος πάλι ανέβηκε στ' αμάξι του, κι' αδράζει τα γκέμια, κι' ίσα αβάσταχτος προς το Διομήδη τρέχει.

Κι' ο Εχτορας κι' οι Τρώες μ' αχό και γιούχα τούρηχναν πικρά σαϊτοκοτρώνια. Και τούσκουξε με μια φωνή ο Έχτορας μεγάλη 160 «Διομήδη, εσένα οι Δαναοί περίσσα σε τιμούσαν με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ποτήρια· μα τώρα πια θα σ' αψηφούν... βρε εσύ γυναίκα εσύ είσαι!

Κι' έσφαζαν άλλοι σ' άλλονε θεό, περικαλώντας 400 απ' τ' Άρη πίσω ζωντανοί το μακελιό να σώσουν· μα αφτός στον παντοδύναμο του Κρόνου γιο 'ναν τάβρο παχύ πενταχρονιάτικο, ο Αγαμέμνος, σφάζει, και στο τραπέζι προσκαλνάει τους πρώτους βασιλιάδες, πρώτα το γερο-Νέστορα, το Δομενιά μαζί του, 405 στερνά τους Αίιδες τους διο, το φοβερό Διομήδη, και το Δυσσέα πούφτανε στη γνώση λες το Δία· μα μόνος του ήρθε ο θαρρετός πολεμιστής Μενέλας, γιατί ήξερε πολλή δουλιά πως είχε ο αδερφός του.

Είπε, κι' αφίνει αφτούς εκεί και προχωράει στους άλλους. Εκεί ήβρε το λιοντόψυχο Διομήδη, του Τυδέα 365 τον άξιο γιο, που στέκουνταν μες στο ζεμένο αμάξι, κι' είχε κοντά το Στένελο, το γιο του Καπανέα.

Από 'κει μέσα, σπλαχνική, χαρίζει στους ανθρώπους γλυκειές αγάπες, διώχνοντας τις πικραμμένες έννοιες. Με τον Τυδέα εγέννησεν η μαυροφρύδα Αργεία τον Καλυδώνιον ήρωα τον τρομερό Διομήδη, με τον Πηλέα εγέννησεν η βαθοκόρφα Θέτις τον Αχιλλέα, τον ξακουστό και πρώτο στο κοντάρι, με Πτολεμαίο το μαχητή το μαχητήν εσένα η Βερενίκη η ζηλευτή γέννησε, Πτολεμαίε.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συ είσαι, Διομήδη; σύρε το ξίφος σου και κτύπησέ με έως ότου ν' αποθάνω. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Υπέρτατε κύριε, η κυρία μου Κλεοπάτρα μ' έστειλε προς σε. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πότε σε έστειλε; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Τώρα, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είναι; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Κλεισμένη εις τον τάφον της. Είχεν οδυνηράν προαίσθησιν των συμβάντων.

Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου, κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης· μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιους να πολεμούσε 85 δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων.