United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από 'κει μέσα, σπλαχνική, χαρίζει στους ανθρώπους γλυκειές αγάπες, διώχνοντας τις πικραμμένες έννοιες. Με τον Τυδέα εγέννησεν η μαυροφρύδα Αργεία τον Καλυδώνιον ήρωα τον τρομερό Διομήδη, με τον Πηλέα εγέννησεν η βαθοκόρφα Θέτις τον Αχιλλέα, τον ξακουστό και πρώτο στο κοντάρι, με Πτολεμαίο το μαχητή το μαχητήν εσένα η Βερενίκη η ζηλευτή γέννησε, Πτολεμαίε.

Κι' άμα τον είδε ο βασιλιάς, ναν τον μαλώνει αρχίζει, και κράζοντάς τον του μιλεί δυο φτερωμένα λόγια «Ω κρίμας, γιε του ξακουστού παλικαρά Τυδέα! 370 Τι τρέμεις κι' αχαμνοτηράς τα διάβατα της μάχης; Έτσι ο Τυδέας σύστημα δεν τόχε να ζαρώνει, Μον πρόθυμα να πολεμάει για τους δικούς του πάντα, καθώς το λέγανε όλοι τους που στη δουλιά τον είδαν.

Όμια η γενιά δεν πλάστηκε μαθές των αθανάτων θεώνε και των κατά γης σερνάμενων αθρώπωνΕίπε, και του Τυδέα ο γιος πισώκανε μια στάλα για να γλυτώσει απ' το θυμό του προφυλάχτη Απόλλου. Κι' αφτός αλάργα απ' τη σφαγή αφίνει τον Αινεία 445 μέσα στην άγια Πέργαμο, οπούχανε χτισμένα την εκκλησιά του. Εκεί η Λητό κι' η Άρτεμη στο μέσα πλατύ ιερό τον φρόντιζαν και τον γιατρολογούσαν.

Έτσι το δρόμο πήρανε και φέβγουν· και γυρνώντας στον αψηλόβουρλο Ασωπό με τα παχιά λιβάδια, πάλι ο στρατός τον έστειλε στη Θήβα τον Τυδέα. Κι' αφτός παγαίνει, και πολλούς Θηβαίους πετυχαίνει 385 πούτρωγαν μες στου βασιλιά Ετεοκλή τον πύργο.

Είπε, κι' αφίνει αφτούς εκεί και προχωράει στους άλλους. Εκεί ήβρε το λιοντόψυχο Διομήδη, του Τυδέα 365 τον άξιο γιο, που στέκουνταν μες στο ζεμένο αμάξι, κι' είχε κοντά το Στένελο, το γιο του Καπανέα.

Και μέσα σαν την έφτασε στ' ασκέρι κυνηγώντας, τότες τη σημαδέβει ο γιος του ξακουστού Τυδέα, 335 κι' ορμάει και ξέσκουρα χτυπά με το χαλκό το χέρι τ' αφράτο· κι' έφκολα ο χαλκός τής τρύπησε το δέρμαπερνώντας το θεοτικό σκουτί που οι Χάρες μόνες τής τόφτιασανστη ρίζα εκεί πιο απάνου από τη χούφτα.

Κι' οι άλλοι σε λιγάκι κοντοζυγώνουν, τα γοργά χτυπώντας άλογά τους. 275 Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει «Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα, λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα· μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα

Κουτσαίνοντας κι' εκείνοι οι διο, οι δουλεφτάδες τ' Άρη, πήγαιναν, του Τυδέα ο γιος κι' ο θεϊκός Δυσσέας, έτσι ακουμπώντας σε μακριά κοντάρια, γιατί ακόμα είχαν βαριές λαβωματιές· και παν στην πρώτη αράδα 50 και κάθουνται της συντυχιάς.

Τι οι πρώτοι από σαΐτες κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι. Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας, 660 έφαγε κονταριά κι' ο γιος, τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος· κι' εγώ άλλον πάλε εδώ 'φερα, αφτόν, τώρα οχ τη μάχη 663 με σαϊτιάς λαβωματιά.

Τότες η γελιαγάπητη της απαντά Αφροδίτη 375 «Με λάβωσε ο λιοντόκαρδος Διομήδης του Τυδέα, γιατί έβγαζα όξω απ' τη σφαγή το γιο μου, τον Αινεία, την πιο πολύτιμη ψυχή που λαχταρώ στον κόσμο. Γιατί δεν είναι η μάχη πια τώρα Αχαιών και Τρώων, μα αν αγαπάς οι Δαναοί και με θεούς χτυπιούνται380 Κι' η Διώνη, η σεβαστή θεά, της απαντάει διο λόγια «Παρ' το, παιδί μου, απόφαση, και μη σε τρώει η λύπη.