Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.

Κουτσαίνοντας κι' εκείνοι οι διο, οι δουλεφτάδες τ' Άρη, πήγαιναν, του Τυδέα ο γιος κι' ο θεϊκός Δυσσέας, έτσι ακουμπώντας σε μακριά κοντάρια, γιατί ακόμα είχαν βαριές λαβωματιές· και παν στην πρώτη αράδα 50 και κάθουνται της συντυχιάς.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της καλλίτερα.

Ω κυρία μου, φώναξε ο βαστάζος, «άσε με να μείνω λίγο ακόμα. Δεν είναι δίκαιο οι άλλοι να έχουν ακούσει την ιστορία μου και εγώ να μην ακούσω την δική τους», και χωρίς να περιμένει την άδεια, εκάθησε στην άκρη του σοφά όπου καθόντουσαν οι κυράδες, ενώ οι άλλοι εκάθησαν ανακούρκουδα στο χαλί, και οι σκλάβοι στάθηκαν ακουμπώντας τον τοίχο.

Η πεθερά του Μιλέζου, καθισμένη στην ψηλή της καρέκλα σαν πρωτόγονη βασίλισσα, δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, φλυαρώντας με την κόρη της που είχε πυρετό και με τις χλωμές υπηρέτριες που κάθονταν καταγής ακουμπώντας στον τοίχο. «Ο γαμπρός μου βγήκε πριν λίγο.

Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση, σ' όλο το χωριό γύρα.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα.

Επιστρέφοντας είδαν τον Έφις να σηκώνεται με κόπο ακουμπώντας το χέρι στο σκαλοπατάκι. Τότε η Νοέμι, κάτω από την επίδραση ακόμα του ελέους και της αγάπης του Θεού, πήρε είδηση για πρώτη φορά ότι ο υπηρέτης είχε το κακό του χάλι: γέρος, θλιβερός, με ρούχα που έπλεαν επάνω του, και άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.

Τότε η ντόνα Έστερ σηκώθηκε ακουμπώντας το χέρι στη ράχη του πάγκου και στάθηκε παρατηρώντας τους σοβαρή. «Τι καλός μου λες;», είπε η Νοέμι, χωρίς να γελά πια. «Είναι γέρος τώρα και δεν μπορεί πια να κοροϊδεύει τον κόσμο∙ αυτό είναι όλο!

Τότες εκεί του Πάνθου ο γιος κατακαμαρωμένος παινέφτηκε με μια φωνή π' ακούστη απ' άκρη ως άκρη «Πιος είπε λέει πως άδικα μέσα απ' τη στέρια χούφτα του Πολυδάμα πήδηξε το χαλκωμένο φράξο; 455 Στη σάρκα κάπιος τ' άρπαξε, κι' απάνω του ακουμπώντας τώρα εγώ λέω θα κατεβεί ως στ' Άδη τα λημέρια

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν